Αβουλία: η αδυναμία του ανθρώπου να ενεργεί, να παίρνει αποφάσεις και να πασχίζει για την υλοποίηση των σκέψεών του. Η αβουλία εμπεριέχει την αδράνεια, τη διστακτικότητα και την αναποφασιστικότητα.
Προέρχεται α) από το α-βουλέω, που σημαίνει δεν επιθυμώ, β) από το α-βουλεύομαι, που σημαίνει δεν σκέπτομαι καθόλου ή δεν σκέπτομαι ορθά.
Αίτια της αβουλίας: κληρονομικότητα, οικογένεια, σχολείο, ελλιπής μόρφωση.
Συνέπειες της αβουλίας: α) Επιφέρει την αδράνεια και την απραξία, β) Καθηλώνει το άτομο σε χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης, γ) το άτομο γίνεται θεατής της ίδιας του της ζωής που ρυθμίζουν άλλοι, δ) Καλλιεργείται η μαζοποίηση και συνακόλουθα ελλοχεύει ο κίνδυνος ανατροπής της δημοκρατίας ή έστω ο κίνδυνος αλλοιωμένης λειτουργίας της, και ε) Το άτομο δεν αναλαμβάνει κοινωνικοπολιτική δράση για την καλυτέρευση των όρων διαβίωσής του. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Βάρναλης: "σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα, όπου μας εύρει μας πατεί, Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα".
Από το Λεξικό Εννοιών, του Αργύρη Ματακιά
(εκδόσεις Πελεκάνος)
