Αλληλεγγύη: "Η σχέση αμοιβαίας ηθικής ή υλικής στήριξης μεταξύ ατόμων, συνήθως στο πλαίσιο ενός συνόλου".
"Είναι η αναγνώριση της ανάγκης να υπερασπίζει ο ένας την ανάγκη του άλλου".
Ετυμολογία: "Η λέξη προέρχεται από το επίθετο αλληλέγγυος (αλληλο+εγγύη=ενέχυρο) και σημαίνει αυτόν που έχει μαζί με κάποιον κοινές υποχρεώσεις ή ευθύνες"

Αλληλέγγυος: "1. Αυτός που συμπαρίσταται, που διατίθεται να προσφέρει την υποστήριξή του. 2. ΝΟΜ συνυπεύθυνος, αυτός που αποδέχεται σωρευτικώς την ευθύνη με άλλον"

 


Από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Γ. Μπαμπινιώτη

Από το Λεξικό Εννοιών, του Αργύρη Ματακιά
(Εκδόσεις Πελεκάνος)