Δουλεία: η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος χάνει την ελευθερία και όλα τα δικαιώματά του βρισκόμενος σε κατάσταση εξάρτησης από κάποιον άλλο.
Ετυμολογία: προέρχεται από το αρχαίο ρήμα δουλεύω που σημαίνει είμαι δούλος, και μεταφορικά: εργάζομαι, κοπιάζω.
Από το Λεξικό Εννοιών, του Αργύρη Ματακιά
(εκδόσεις Πελεκάνος)
