Την Πέμπτη 24 Ιανουαρίου η κυβέρνηση αποφάσισε την επιστράτευση των εργαζομένων του ΜΕΤΡΟ στην Αθήνα, που βρίσκονταν ήδη στην όγδοη μέρα απεργίας. Πράξη που, όπως προκύπτει από πληθώρα άρθρων του Συντάγματος, νόμων αλλά και διεθνών συμβάσεων, είναι παράνομη.
Η επιστράτευση στο Μετρό της Αθήνας αντιβαίνει στους νόμους και το Σύνταγμα.
Την Πέμπτη 24 Ιανουαρίου η κυβέρνηση αποφάσισε την επιστράτευση των εργαζομένων του ΜΕΤΡΟ στην Αθήνα, που βρίσκονταν ήδη στην όγδοη μέρα απεργίας. Ως αντίδραση σε αυτή την απόφαση αποφασίστηκε καθολική απεργία σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ πολλοί συνδικαλιστικοί φορείς δήλωναν τη συμπαράστασή τους στον αγώνα των εργαζομένων. Λίγες ώρες μετά, την Παρασκευή στις 3:30
τα ξημερώματα, επτά διμοιρίες των ΜΑΤ καθώς και άνδρες των ΕΚΑΜ εισέβαλαν στο αμαξοστάσιο του ΜΕΤΡΟ στα Σεπόλια το οποίο είχαν καταλάβει οι απεργοί. Λίγο αργότερα ένας- ένας οι εργαζόμενοι δέχονταν της κλητεύσεις που έγραφαν «Επιτάσσεται» (τα Φύλλα Επίταξης Προσωπικών Υπηρεσιών) από την αστυνομία κι έτσι προσήλθαν στην εργασία τους. Διαφορετικά θα απολύονταν αλλά και θα αντιμετώπιζαν δικαστικές διώξεις, καταρχάς με τη διαδικασία του αυτόφωρο, καθώς και φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
Μετά την επιτυχημένη, κατά την κυβέρνηση, κίνηση «ματ» –κυριολεκτικά και μεταφορικά- εναντίον των απεργών του ΜΕΤΡΟ, οι εντολοδόχοι των μνημονίων πλέον ετοιμάζονται να εφαρμόσουν το μέτρο της επιστράτευσης εναντίον κάθε απεργού. Ήδη απειλούνται με επιστράτευση οι εργαζόμενοι στα αστικά λεωφορεία προκειμένου να σταματήσουν την απεργία τους. Ας δούμε όμως τα σχετικά με τη νομιμότητα της παρούσας πολιτικής επιστράτευσης, όπως ορίζεται από τον νόμο και το Σύνταγμα.
Παράνομη και αντισυνταγματική
Όπως προκύπτει από πληθώρα άρθρων του Συντάγματος, νόμων αλλά και διεθνών συμβάσεων, η πολιτική επιστράτευση στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση είναι παράνομη. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση επικαλείται άρθρα του νόμου 3536/2007 καθώς και το Νομοθετικό Διάταγμα 17/1974. Ας ξεκινήσουμε από τον πρώτο ως μεταγενέστερο. Καταρχάς πρόκειται για έναν νόμο που αφορά «Ειδικές ρυθμίσεις θεμάτων μεταναστευτικής πολιτικής και λοιπών ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης»! Ας το αντιπαρέλθουμε αυτό για να δούμε τι προβλέπει για την επιστράτευση στο προτελευταίο του άρθρο (αρ. 41) Ορίζει λοιπόν ότι «Επίταξη προσωπικών υπηρεσιών και επίταξη ακινήτων και κινητών πραγμάτων, ως μέτρα πολιτικής κινητοποίησης για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης σε περίοδο ειρήνης επιτρέπονται κατά τους όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου αυτού. (παρ. 1). Έκτακτη ανάγκη σε περίοδο ειρήνης, που επιβάλλει την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, είναι κάθε αιφνίδια κατάσταση, η οποία απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων προς αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από κάθε μορφής απειλούμενη φυσική καταστροφή ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Έκτακτη ανάγκη σε περίοδο ειρήνης, που επιβάλλει την επίταξη ακινήτων και κινητών πραγμάτων, είναι κάθε άμεση κοινωνική ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία (παρ. 2)».
Όπως γίνεται λοιπόν κατανοητό, μόνο για λόγους αμυντικούς/δημόσιας τάξης και υγείας επιτρέπεται η επίταξη σε καιρό ειρήνης [σ.σ. η επίταξη εννοείται μόνο για αντικείμενα ή για υπηρεσίες προσσώπων, τις οποίες θεωρεί πράγματα ξέχωρα από τον άνθρωπο, απέναντι στον οποίον γίνεται επιστράτευση]. Όπως είναι προφανές σε όποιον διαθέτει κοινή λογική, από την απεργία στο ΜΕΤΕΟ δεν απειλούνταν ούτε η άμυνα της χώρα, ούτε η δημόσια τάξη στη χώρα, ούτε φυσικά η δημόσια υγεία. Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά επικαλείται την «επιτακτική ανάγκη αποτροπής των δυσμενών συνεπειών της παρατεινόμενης απεργίας των εργαζομένων στη ΣΤΑΣΥ ΑΕ (ΑΜΕΛ ΑΕ, ΗΣΑΠ ΑΕ και ΤΡΑΜ ΑΕ), που έχει προκαλέσει σοβαρή διαταραχή στην κοινωνική ζωή της χώρας, ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια τάξη και υγεία από την παρατεινόμενη μη δυνατότητα χρήσης των μέσων σταθερής τροχιάς»! Εκτός κι αν για τον πρωθυπουργό της χώρας οι πολίτες της αποτελούν απειλή για την άμυνά της.
Στη συνέχεια, στο ίδιο το ΦΕΚ που δημοσιεύτηκε για την εν λόγω επιστράτευση (βλ. παραπάνω, ΦΕΚ Β’, αριθμός φύλλου 105, 24/01/2013) η κυβέρνηση επικαλείται το Νομοθετικό Διάταγμα 17/1974. Βέβαια, οι διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος του 1974 που αναφέρονται στην πολιτική επιστράτευση αντικαθίστανται από τον νόμο που εξετάσαμε πριν, και συγκεκριμένα από το άρθρο 7: «Οι διατάξεις ιδίως των άρθρων 2 παρ. 5, 18, 19, 22 και 23 του ν.δ. 17/1974 δεν εφαρμόζονται εφεξής για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης σε καιρό ειρήνης, εφόσον έρχονται σε αντίθεση προς τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Επίσης δεν εφαρμόζεται και κάθε άλλη διάταξη που είναι αντίθετη προς τις διατάξεις αυτού του άρθρου» (Ν. 3536, αρ. 41, παρ.7). Φυσικά, σε μια τραβηγμένη νομική ερμηνεία, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι διατάξεις αυτές δεν καταργούνται και μάλιστα μπορούν να εφαρμοστούν εφόσον δεν αντιτίθενται στον νόμο του 2007. Θα μπορούσε ίσως να ισχυριστεί κανείς ότι η ρύθμιση του 1974 πως η επίταξη μπορεί να γίνει και για να αποφευχθεί η «παρακώλυσιν και διατάραξιν της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας» λειτουργεί συμπληρωματικά προς τους λόγους υγείας και άμυνας. Αυτό φυσικά δεν συνάδει με την μέριμνα του σύγχρονου νομοθέτη να μην διώκεται η πολιτική κινητοποίηση με τόση ευκολία, αφού η διατάραξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής είναι γενικόλογη ρύθμιση και αφήνει τον κάθε πολίτη έρμαιο της εξουσίας. Ας το δεχτούμε όμως χάριν του επιχειρήματος. Κι αυτό επειδή ακόμη και να μην είχαν ακυρωθεί οι διατάξεις του ν.δ. 17/1974, είναι αντισυνταγματικές.
Το Νομοθετικό Διάταγμα 17/1974 βασίζεται στο Σύνταγμα του 1952, το οποίο όμως έχει αντικατασταθεί από το Σύνταγμα του 1975. Στο νέο Σύνταγμα αναγνωρίζεται για πρώτη φορά σε συνταγματικό κανόνα το δικαίωμα στην απεργία και στη συνδικαλιστική ελευθερία, το οποίο επιβεβαιώνεται σε όλες τις μετέπειτα αναθεωρήσεις. Συγκεκριμένα, στο τελευταίο ισχύον Σύνταγμα διαβάζουμε: «Το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας…» (άρθρο 23, παρ. 1), και «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων» (αρ. 23, παρ. 2). Επίσης, ρητώς απαγορεύεται οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας (άρθρο 22, παρ. 4) ενώ «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος…» (αρ. 22, παρ. 1).
Τα ανωτέρω άρθρα, καθώς και το 112 του Συντάγματος, παραδόξως επικαλείται και η ίδια η κυβέρνηση σε μια οργουελικού τύπου διάθεση προς τους πολίτες καθώς παραβιάζει τα δικαιώματά τους στο όνομα των νομοθετημάτων του ίδιου του κράτους που τους δικαιώνουν και τους προστατεύουν. Κάποιος φαίνεται μας ειρωνεύεται κατάφατσα. Όμως, όπως επισημαίνεται αλλού, «και πριν από τη ρύθμιση αυτή του Συντάγματος η επιβολή αναγκαστικής εργασίας απαγορευόταν με την 105/1950 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας, η οποία είχε ενταχθεί στο εθνικό μας δίκαιο με τον Ν. 2329/53 και εν συνεχεία με το Ν.Δ. 53/1974, μετά την ψήφιση δε του Συντάγματος 1975 και με βάση το άρθρο 28 παρ. 1 αυτού, οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο υπερισχύουν από κάθε αντίθετη διάταξη νόμου» (Α. Ρουπακιώτης, Αυγή, 24/02/2006).
Προσφυγή των εργαζομένων στο ΣτΕ
Το «Σωματείο Εργαζομένων Λειτουργίας Μετρό Αθηνών» ζήτησε με αίτησή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας να «παγώσει» (να εκδοθεί προσωρινή διαταγή) η επιστράτευση του προσωπικού του Μετρό, καθώς και η επίταξη της χρήσης των ακινήτων και κινητών που είναι απαραίτητα για «την εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου», όπως επίσης να ανασταλούν και να ακυρωθούν οι επίμαχες κυβερνητικές αποφάσεις για την επίταξη. Το αίτημα αυτό έγινε στη βάση των προαναφερθέντων διατάξεων, καθώς επίσης και των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Παρόλα αυτά το ΣτΕ , δια του αντιπροέδρου του κ. Αθανάσιου Ράντου απέρριψε το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής. Αν και ακούγεται παράλογη μια τέτοια απόρριψη, λόγω της ισχύς των επιχειρημάτων των εργαζομένων, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Ας υπενθυμίσουμε ότι η στροφή των δικαστικών αρχών, και δη του ΣτΕ, έχει διατυπωθεί με τον πλέον επίσημο τρόπο σε άλλη περίσταση. Συγκεκριμένα, σε ομιλία του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Κωνσταντίνου Μενουδάκου, σε εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης στα τέλη του 2012, πολίτες και νομικοί τον ακούσαμε να επικαλείται το έκτακτο των καταστάσεων που ζούμε ως αιτία της «νέας ανάγνωσης» από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο του Συντάγματος και της νομοθεσίας που προστατεύει το περιβάλλον, το πολυτιμότερο από τα συλλογικά αγαθά.
Προφανώς η νέα ανάγνωση αυτή επεκτείνεται και σε άλλα δικαιώματα και ελευθερίες. Προφανώς, επίσης, σε καιρό χούντας δεν μπορεί να περιμένει κανείς την παραμικρή δικαστική δικαίωση εναντίον των κρατικών πολιτικών…
Ειδικές δυνάμεις εναντίον πολιτών
Ας σημειωθεί, τέλος, και η ευκολία με την οποία η σημερινή κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ κατεβάζει στους δρόμους της χώρας την ΕΚΑΜ. Η αρχή έγινε με τις καταλήψεις, που κυβερνητικές πηγές χαρακτήρισαν ως πρώτο βήμα πριν περάσουν στα συνδικάτα. Μόλις σε ένα μήνα η επίθεση εναντίον των απεργών έγινε με τη χρήση ΕΚΑΜ. Ποια είναι όμως η ΕΚΑΜ;

Η ΕΚΑΜ είναι η Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα. Αποτελεί την επίλεκτη Ειδική Μονάδα της Ελληνικής Αστυνομίας που έχει ως αποστολή την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών και εξαιρετικά επικίνδυνων καταστάσεων, όπως τρομοκρατικές ενέργειες, πειρατείες σε μέσα μεταφοράς, απαγωγές ομήρων, συλλήψεις επικίνδυνων κακοποιών, αντιμετώπιση οχυρωμένων προσώπων, προστασία σε πρόσωπα υψηλής επικινδυνότητας κ.λπ. Προβλέπεται επίσης η επέμβασή τους σε επικίνδυνες περιοχές που έχουν σκόπιμα μολυνθεί από χημικούς ή βιολογικούς παράγοντες ή έχουν ρυπανθεί από ραδιολογικές ή πυρηνικές ουσίες. Η ενεργοποίηση της ΕΚΑΜ και η διαταγή επέμβασης ανήκει αποκλειστικά στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας.
Όπως παρατηρούμε, μια προδήλως παράνομη κυβέρνηση χρησιμοποιεί με κάθε επισημότητα και προβολή σώματα, αλλά και νόμους (π.χ. αντιτρομοκρατικός), που δήθεν δημιούργησε για την προστασία της κοινωνίας. Ποιος μπορεί τώρα να πει «τρελούς» ή «υπερβολικούς» όσους διαμαρτύρονταν για όλα αυτά εν τη γενέσει τους ακριβώς στη βάση ότι θα στραφούν εναντίον των πολιτών;
