09.11.09
Σε ένα απεχθές από μόνο του γεγονός, η υπερβολή μοιάζει περιττή. Εκτός κι αν αυτή εξυπηρετεί κάποιον σκοπό. Τότε όμως γίνεται χυδαία. Και επικίνδυνη. [Με αφορμή την ενοπλη επίθεση στο Α.Τ. Αγ. Παρασκευής]


Την Τρίτη 27 Οκτωβρίου σημειώθηκε ένοπλη επίθεση από τέσσερις, όπως εκτιμάται, αγνώστους εναντίον του αστυνομικού τμήματος Αγίας Παρασκευής την ώρα που οι αστυνομικοί άλλαζαν βάρδια. Οι δράστες, οδηγώντας κλεμμένες μοτοσικλέτες, έριξαν περίπου 100 σφαίρες με όπλα καλάσνικοφ και εξαφανίστηκαν αφήνοντας πίσω τους τέσσερις ελαφρά και δύο βαριά τραυματισμένους αστυνομικούς, καθώς και έναν πολίτη σε κατάσταση σοκ.

Αυτή είναι η είδηση. Για να δούμε, όμως, πώς την έχουν αξιολογήσει διάφοροι φορείς που έχουν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο;

– Όλα τα μέσα ενημέρωσης που μετέδωσαν την πληροφορία επαναλάμβαναν σε ιδιαίτερα δραματικό τόνο ότι «οι τρομοκράτες ήθελαν αίμα», «ήταν αποφασισμένοι να σκοτώσουν», ήταν «αδίστακτοι, οργανωμένοι, και ήθελαν πάση θυσία αίμα αστυνομικού». Μάλιστα, όπως με στόμφο ανακοίνωσε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη (sic) κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, «η επίθεση ήταν σχεδιασμένη καιρό πριν»!
Αλήθεια; Και τότε, αναρωτιέμαι, γιατί δεν χύθηκε τελικά αίμα αστυνομικού; Θέλω να πω, πώς αυτοί οι τόσο αδίστακτοι και οργανωμένοι εγκληματίες έριξαν 100 σφαίρες και δεν πέθανε κανένας;

Η ίδια ακριβώς σκέψη μού είχε δημιουργηθεί, θυμάμαι, πριν από έναν περίπου χρόνο, όταν άγνωστοι με καλάσνικοφ επιτέθηκαν σε αστυνομικό των ΜΑΤ που φρουρούσε το υπουργείο Πολιτισμού στα Εξάρχεια στις 5 Ιανουαρίου 2009. Ξανά, τότε, όλα τα ΜΜΕ μιλούσαν για τη διαστροφική επιθυμία των δραστών να σκοτώσουν, αλλά και πάλι δεν τα κατάφεραν, παρά τις 20 σφαίρες που έριξαν! Η επίθεση είχε συνδεθεί με τα γεγονότα του Δεκέμβρη.

– Ο πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, κ. Ανδρέας Μαρτίνης, αφού ενημέρωσε τα τηλεοπτικά συνεργεία για την κατάσταση των νοσηλευομένων, πήρε την πρωτοβουλία να δηλώσει ότι «Οι επαναστάτες διαδηλώνουν και σκοτώνονται. Δεν σκοτώνουν»!

Οι επαναστάτες; Οι διαδηλωτές; Κι εγώ που νόμιζα ότι, μια μέρα μετά το συμβάν, ούτε ανάληψη της δράσης είχε γίνει ακόμη, ούτε είχε γίνει καμία επίσημη δήλωση ταυτοποίησης των δραστών. Κι όμως, κάποιοι στοχοποιούνται και συκοφαντούνται πάλι, με την κατάλληλη αφορμή.

– Τα διεθνή ΜΜΕ μετέδωσαν την είδηση αμέσως, πρώτη ή δεύτερη στα δελτία τους! Μάλιστα, πολλά απ’ αυτά ανέφεραν ότι το τρομοκρατικό χτύπημα ήρθε ως απάντηση στην επικήρυξη των «ληστών με τα μαύρα». Η επικήρυξη είχε γίνει μια μέρα πριν

Μα, και πάλι νόμιζα πώς δεν γνωρίζαμε ακόμη τους δράστες, και ότι ο κ. Χρυσοχοίδης παρέλαβε διαλυμένη αστυνομία, άρα ούτε αυτοί μπορεί να είχαν τόσο σύντομα επαρκείς πληροφορίες. Πώς τα διεθνή μέσα ενημέρωσης συνέδεσαν το χτύπημα με την επικήρυξη; Και, αφού ο υπουργός μας μας διαβεβαίωσε ότι οι δράστες προετοίμαζαν το χτύπημα καιρό πριν (που είναι και το αυτονόητο δηλαδή), πώς μπορεί να έγινε σε απάντηση μιας επικήρυξης που πραγματοποιήθηκε μια μέρα πριν;


[Παρεμπιπτόντως, η επικήρυξη ληστών είναι μια ασυνήθης πρακτική. Μάλιστα, όταν άκουσα την είδηση απόρησα: «Μα, που τους θυμήθηκαν πάλι ξαφνικά;» [από το 2006 είχαν να δράσουν]. Ας δούμε την είδηση από ένα mainstream μέσο: «Την επικήρυξη των διαβόητων «ληστών με τα μαύρα» έναντι 600.000 ευρώ ανακοίνωσε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, προσθέτοντας πως θα εξασφαλιστεί η ανωνυμία του πληροφοριοδότη. Συγκεκριμένα, καταζητούνται οι: Σεϊσίδης Συμεών του Ιωάννη και της Κυριακής (γεννηθείς το 1976), Τσιρώνης Γρηγόρης του Γεωργίου και της Σταματίνας (γεννηθείς το 1978 στην Αθήνα) και Σεϊσίδης Μάριος του Ιωάννη και της Κυριακής (γεννηθείς το 1981 στο Μαρούσι Αττικής). Οι τρεις άνδρες καταζητούνται από το 2006, ενώ η επικήρυξή τους έγινε καθώς υπάρχουν υποψίες, εκτιμήσεις και υπόνοιες για συμμετοχή τους σε τρομοκρατικές ενέργειες» (www.star.gr).

Να σημειωθεί η συνεχής αναφορά στους επικηρυγμένους ως «αντιεξουσιαστές».]

Κάτι μου λέει πως σε λίγο θα έχουμε συλλήψεις…

– Την επομένη της τρομοκρατικής επίθεσης, ο κ. Μάκης Τριανταφυλλόπουλος έκανε την καθιερωμένη εκπομπή του Ζούγκλα (Alter, 29/10/09). Στην εκπομπή είχε διάφορους καλεσμένους, στα πλαίσια της (διαφαινόμενης) πολυφωνίας και αντικειμενικότητας. Όμως, η λεζάντα στο κάτω μέρος της οθόνης ήταν σταθερή: «Η γενιά των 700 πυροβολεί τη γενιά των 700»! Στη συνέχεια της εκπομπής φιλοξενήθηκε ρεπορτάζ με συνεντεύξεις καταστηματαρχών από το κέντρο της Αθήνας που παίρνουν μέτρα για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους, και λεζάντα: «Φοβούνται τον Δεκέμβριο που έρχεται»!

Διότι, παρόλο που το χτύπημα αιφνιδίασε τους πάντες(;) και, πάντως, σίγουρα ελάχιστοι θα έπρεπε να είναι αυτοί που γνωρίζουν κάτι για τους δράστες, πολλοί είναι αυτοί που από την πρώτη κιόλας στιγμή, μας προσδιορίζουν τα κίνητρα και την ταυτότητα των δραστών. Αντικειμενικά. Αμερόληπτα. Αβίαστα μάλιστα…

– Τέλος, τη Δευτέρα 2 Νοεμβρίου στο ραδιόφωνο του Σκάι, στην πρωινή εκπομπή (11 με 12), ο ανταποκριτής από Βέλγιο μετέφερε το κλίμα από τα διεθνή μέσα διαβάζοντας το κείμενο ξένου αρθρογράφου για την τρομοκρατία στην Ελλάδα. Ο αρθρογράφος (το όνομα του οποίου δεν συγκράτησα) ανέφερε τα εξής: ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια ιδιάζουσα ανοχή προς την τρομοκρατία, … ανοχή που φαίνεται και από το ότι στη χώρα μας δεν έχει γίνει ποτέ μια διαδήλωση/διαμαρτυρία ενάντια στη βία και την τρομοκρατία, καθώς και ότι κατά τον περσινό Δεκέμβρη η ελληνική αστυνομία έδειξε ιδιαίτερη ανοχή στους ταραχοποιούς εξεγερμένους, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το πεδίο να βρουν πολλοί απ’ αυτούς έκφραση μέσα από τη νέα τρομοκρατία στρατολογούμενοι στις ένοπλες ομάδες που έχουν εμφανιστεί!

Χωρίς να σχολιάσω ότι άλλος ένας ακόμη φορέας… ενημέρωσης γνωρίζει τον τρόπο στελέχωσης της «νέας τρομοκρατίας»(!), να αναφέρω απλώς ότι την ίδια στιγμή η ΠΟΣΔΕΠ απεύθυνε με ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε στις 31 Οκτωβρίου (ημέρα Κυριακή) πρόσκληση για την πραγματοποίηση συλλαλητηρίου «ενάντια στη βία και την τρομοκρατία αλλά και για την υπεράσπιση των θεμελιωδών κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων». Εντύπωση προκαλεί στη διατύπωση το «…αλλά και…». Εντύπωση επίσης προκαλούν στην πρόσκληση αυτή δύο τοποθετήσεις: Πρώτον, ότι «τα τρομοκρατικά χτυπήματα στρέφονται αδιακρίτως κατά πολιτών και, επομένως, του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας», και ότι επιβάλλεται η εγρήγορση των πολιτών με στόχο «την περιθωριοποίηση και απομόνωση των δραστών και την έμπρακτη καταδίκη όχι μόνο των πρακτικών … αλλά και της “ιδεολογίας” που επικαλούνται»!

Κι έτσι η είδηση (για το τρομοκρατικό χτύπημα) έγινε προπαγάνδα (κατά όλων των διαμαρτυρόμενων του Δεκέμβρη). Γιατί έτσι ενεργεί η εξουσία (μαζί με την Τέταρτη, φυσικά): αποβλάκωση, συκοφαντία, δίωξη, καταστολή, βία. Μέσα από μια αφορμή, ή και σχεδιασμένη κίνηση από αυτούς που έχουν τη δύναμη να γνωρίζουν πότε θα γίνει η επικήρυξη ώστε να έχουν από πριν προετοιμάσει την επίθεση για μια μέρα μετά. Και με την συμμαχία της Τέταρτης Εξουσίας, που έχει διαμορφώσει ήδη το πλαίσιο της κουβέντας για την «νέα τρομοκρατία» ως συζήτηση για τους αντιεξουσιαστές-βανδάλους και τον Δεκέμβρη που έρχεται.

Υποθέτω πως κάπως έτσι εξηγείται η φράση που είπε υψηλόβαθμος αστυνομικός σε τυχαία κουβέντα με κάποιον γνωστό μου: «Το Δεκέμβρη θα γίνει χαμός». Κάποιοι το ξέρουν ήδη. Το προετοιμάζουν κιόλας…

ΥΓ: αν και το θέμα της ανάλυσής μου είναι η τρομοκρατία και η προπαγάνδα, ο εμφανής λαϊκισμός δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστος. Ο κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, μετά την επίσκεψή του στους τραυματισμένους αστυνομικούς, δήλωσε: «η ένοπλη επίθεση εναντίον νεαρών Αστυνομικών και ενός πολίτη είναι επίθεση άνανδρη, δολοφονική και εκατό τοις εκατό τρομοκρατική», τονίζοντας μάλιστα ότι «η βία -και μάλιστα η δολοφονική βία- είναι ο χειρότερος εχθρός της κοινωνίας. Η δε τυφλή βία εναντίον εικοσάχρονων παιδιών είναι απεχθής και φρικαλέα».

Εδώ έχουμε δύο ανακρίβειες. Η πρώτη είναι ότι η επίθεση συμπεριλάμβανε και έναν πολίτη, ενώ ο πολίτης απλώς βρισκόταν κοντά στο σημείο και έπαθε σοκ. Η δεύτερη είναι ότι η επίθεση ήταν άνανδρη: άνανδρη είναι η επίθεση εναντίον άοπλων πολιτών, και όχι η επίθεση εναντίον αστυνομικού τμήματος, αποτελούμενου από ένοπλους και ειδικά εκπαιδευμένους για την «προστασία του πολίτη» υπαλλήλους. Κι εδώ ξεκινά ο λαϊκισμός: ο χαρακτηρισμός κάποιου ως «άνανδρου» έχει σκοπό να προσβάλλει κάποιον με βάση τα κυρίαρχα λαϊκά πρότυπα της ελληνικής κοινωνίας («δεν φοράει παντελόνια»). Ξεπερνώντας αυτή την προσβλητική για τις γυναίκες νοοτροπία (γιατί να είναι ύβρις να μην είσαι άνδρας;), ο υποβιβασμός κάποιου που έχει διαπράξει ήδη ένα σοβαρότατο έγκλημα με έναν υποδεέστερης σημασίας λαϊκίζων χαρακτηρισμό μόνο ως αμετροέπεια μπορεί να χαρακτηριστεί όταν εκφέρεται από ένα υπουργό/αρμόδιο δημόσιο πρόσωπο [στην ίδια κοινή «γραμμή» κινήθηκε και ο πρόεδρος της δημοκρατίας, κ. Παπούλιας].

Ο πιο απεχθής όμως λαϊκισμός βρίσκεται στην προσπάθεια εκμαίευσης των ισχυρότερων συναισθημάτων του λαού στη βάση ότι έγινε επίθεση «εναντίον εικοσάχρονων παιδιών».

Αλήθεια, σε ποια ηλικία σταματά να είναι κανείς παιδί; Όχι, πραγματικά, έχω μπερδευτεί, επειδή πριν από ένα χρόνο ο δολοφονημένος 15χρονος αντί για παιδί παρουσιάστηκε ως χούλιγκαν! Κι αυτός ήταν όντως παιδί.

Απ’ όσο ξέρω, στα 20 του χρόνια κανείς είναι ένας ολοκληρωμένος ενήλικας που μπορεί επί ίσοις όροις να βγει στη ζωή μαζί με τους άλλους ενήλικες – έστω και με το… ελαφρυντικό της νιότης.

Κι αν ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη θεωρεί παιδί έναν 20χρονο αστυνομικό, γιατί του αναθέτει την προστασία των πολιτών; Γιατί χορηγείται όπλο σε ένα… 20χρονο παιδί;

Σε ένα απεχθές από μόνο του γεγονός, η υπερβολή μοιάζει περιττή. Εκτός κι αν αυτή εξυπηρετεί κάποιον σκοπό. Τότε όμως γίνεται χυδαία. Και επικίνδυνη.

Κλείνοντας αυτή την ανάλυση, θα πρέπει να τονίσω το γεγονός ότι, παρόλο που η δολοφονία αστυνομικών δεν ήταν καθώς φαίνεται ο σκοπός, θα μπορούσε εύκολα να έχει υπάρξει θύμα λόγω κακής συγκυρίας, λόγω αδιαφορίας για το αν θα συμβεί… Γι’ αυτό τον λόγο θέλω να εκφράσω τη συμ-πάθειά μου προς τα παρ’ ολίγον θύματα – με τα οποία νιώθω ότι συμπάσχω, και όχι ότι τα συμπαθώ φυσικά. Δεν τα συμπαθώ επειδή έχουν επιλέξει τη δουλειά που κάνουν και, κυρίως, επειδή δεν έχουν φροντίσει επαρκώς να ανταποκριθούν στο λειτούργημά της φύλαξης της πόλης, ως όφειλαν. Αντ’ αυτού, παραμένουν/γίνονται μπάτσοι αντί για αστυνομικοί, σε αναζήτηση μιας ψευδαίσθησης ισχύος που γίνεται απλά μπούμερανγκ για τις ζωές τους – και τις ζωές μας. [Αυτό όμως δεν κάνουν πολλοί Έλληνες σε κάθε εργασιακό κλάδο; Οι δικηγόροι, οι καθηγητές, οι…]. Συμπάσχω, όμως, επειδή είναι πράγματι και αυτοί θύματα μιας κατάστασης, άτομα που στην πλάτη στήνεται ένα ολόκληρο σκηνικό παραπλάνησης του ελληνικού λαού – των ιδίων συμπεριλαμβανομένων. Φερόμενοι ως εξουσιαστές που στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία εξουσία, κατάπτυστοι από παντού, και συχνά όχι αδίκως, αντικείμενα μιας πόλωσης που δεν θίγει μόνο τους πολίτες και την Πολιτεία, αλλά και ανθρώπινες ζωές – τόσο τις δικές τους όσο και των πολιτών. Νέοι άνθρωποι με τα όπλα στη ζώνη, επικίνδυνοι για τους εαυτούς τους και, κυρίως, γι’ αυτούς που θα έπρεπε να προστατεύουν. Άλλη κουβέντα όμως αυτή…