27.12.2008
Υπάρχουν πολλά ερωτήματα και ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με την επαναστατική διαδικασία. Στη σειρά άρθρων ΠΕΡΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ θα προσπαθήσω να εγείρω ορισμένα από αυτά. Ξεκινώντας με το Πώς…
Πώς Γίνεται η Επανάσταση;
Πώς γίνεται άραγε η επανάσταση; Ποιες είναι οι θεμελιακές βάσεις της επαναστατικής δράσης του ατόμου;
Πριν από μερικές μέρες προβλήθηκε στην ΝΕΤ μια εκπληκτική ταινία [Ναι, ναι, βάζει καλές ταινίες η ελληνική τηλεόραση, αργά μετά τα μεσάνυχτα!], Ο Κουρέας της Σιβηρίας, η ρωσική παραγωγή του Νικίτα Μιχάλκοφ. Η ταινία είχε ως θέμα τις περιπέτειες μιας Αμερικανίδας τυχοδιώκτριας με έναν Ρώσο αξιωματικό, με φόντο τη Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο περιθώριο της βασικής πλοκής του έργου παιζόταν παράλληλα μια άλλη ιστορία: ο φακός μας μετέφερε με μικρά διαλείμματα σε ένα αμερικανικό στράτευμα των αρχών του 20ου αιώνα. Στην πρώτη σκηνή αυτής της παράλληλης ιστορίας, καθώς εξελίσσεται η εκπαίδευση της μονάδας, αναφέρεται ξαφνικά ο Μότσαρτ. «Που είναι ο Μότσαρτ;» αναφωνεί θυμωμένα ο άξεστος αμερικανός διοικητής που θεωρεί ότι πρόκειται για κάποιον στρατιώτη! «Ο Μότσαρτ είναι νεκρός», έρχεται η απάντηση. «Νεκρός;», ωρύεται επιτακτικά ο διοικητής που σε έξαλλη κατάσταση απαιτεί να μάθει: «Κι εγώ γιατί δεν το ξέρω; Γιατί δεν μου το είπε κανείς;». Μπροστά στη σιωπή των στρατιωτών, που φοβούνται περισσότερο να τον προσβάλλουν απαντώντας και αναδεικνύοντας έτσι την άγνοιά του παρά τον θυμό που προκαλεί η σιωπή τους, ο λοχαγός επιμένει να επιδεικνύει την εξουσία του ωρυόμενος. Τότε ένας ψηλός ξανθός στρατιώτης απαντά: «Ο Μότσαρτ είναι ένας σπουδαίος μουσικοσυνθέτης. Έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια».
Στην επόμενη σκηνή αυτής της μικρής παράλληλης ιστορίας οι άντρες της μονάδας μόλις έχουν ολοκληρώσει μία άσκηση και περιμένουν σε στάση προσοχής την εντολή του διοικητή ώστε να βγάλουν τις αντιασφυξιογόνες μάσκες που φορούσαν. «Μα φυσικά και γνωρίζω ποιος είναι ο Μότσαρτ», ξεκινά η αυτάρεσκη άρνηση της πραγματικότητας από τον πληγωμένο εγωισμό του διοικητή, για να καταλήξει: «Δεκάρα δεν δίνω για τον Μότσαρτ. Επαναλάβετε όλοι, δεκάρα δεν δίνω για τον Μότσαρτ, και βγάλτε τις μάσκες σας». «I don’t give a shit about Mozart», επανέλαβαν οι στρατιώτες και έβγαλαν τις μάσκες. Όλοι. Εκτός από έναν. «Εσύ γιατί δεν έβγαλες τη μάσκα σου;», ρώτησε ο διοικητής τον ψηλό ξανθό στρατιώτη με την μεταλλική μουσούδα αντί για πρόσωπο. «Γιατί εγώ δεν το είπα, κύριε». «Και γιατί δεν το είπες»; «Διότι ο Μότσαρτ είναι ένας σπουδαίος μουσικοσυνθέτης, κύριε». Τώρα θιγόταν το κύρος και η εξουσιαστική δεινότητα του διοικητή. «Δεν θα βγάλεις τη μάσκα αν δεν το πεις», ήταν η προσταγή του!
Πέρασαν μέρες, ίσως και βδομάδες, και ο στρατιώτης συμμετείχε κανονικά στην εκπαίδευση της μονάδας του ή εκτελούσε τα διάφορα καψόνια, φορώντας πάντα τη μάσκα. Ο διοικητής απορούσε μα και πείσμωνε. Ένα βράδυ πήγε σιγοπερπατώντας στον κοιτώνα των στρατιωτών για «να πιάσει στα πράσα» τον στρατιώτη που μετά βεβαιώτητας, όπως νόμιζε, θα τον παράκουε κατά τη διάρκεια του ύπνου. Με σιγανές κινήσεις τράβηξε το σεντόνι από το πρόσωπο, μα προς μεγάλη του έκπληξη αντίκρισε τη μεταλλική μουσούδα να κοιμάται. Όχι, ο στρατιώτης δεν παράκουσε, δεν έκανε «λούφα»∙ υπέμενε στωικά τις συνέπειες χωρίς να λέει αυτή την απλή φρασούλα που θα τον απάλλασσε από τη μάσκα.
Πέρασαν κι άλλες μέρες, ίσως και βδομάδες. Τώρα ο διοικητής άρχισε να απορεί, ίσως και να βασανίζεται από τη στάση αυτή. Ένα βράδυ πήγε ξανά στο κρεβάτι του στρατιώτη και τραντάζοντάς τον με αγωνία τον ξύπνησε για να τον ρωτήσει: «Μα γιατί δεν λες τη φράση να τελειώνουμε; Έχω χάσει τον ύπνο μου, δεν μπορώ άλλο αυτή την κατάσταση. Τι έχει αυτός ο Μότσαρτ τέλος πάντων»; Ο ψηλός ξανθός μασκοφόρος σηκώθηκε και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Τον πήγε στην αίθουσα ψυχαγωγίας του στρατοπέδου όπου υπήρχε ένα μεγάλο μαύρο πιάνο με ουρά. Κάθισε ο διοικητής σε μια καρέκλα∙ κάθισε και ο στρατιώτης πάνω από το πιάνο… Και με την μεταλλική αντιαισθητική μουσούδα να κρέμεται πάνω από τα πλήκτρα, άρχισε να γεμίζει ο χώρος με την μελωδία κάποιας σονάτας του Μότσαρτ. Προς στιγμήν, θα νόμιζε κανείς πως το πρόσωπο του διοικητή αγαλλίασε από συγκίνηση.
Η βασική πλοκή της ταινίας κοντεύει να τελειώσει. Μα σε αυτή την παράλληλη ιστοριούλα, ο στρατιώτης φορά ακόμη τη μάσκα του. Η εκπαίδευση της ημέρας τελειώνει, μα ο στρατιώτης υποχρεώνεται σε πολλούς ακόμη γύρους τρέξιμο γύρω από τον βράχο, εκεί ψηλά πάνω από τη θάλασσα. Κάτω από τον ήλιο ο στρατιώτης τρέχει χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς να ιδρώνει. Τότε ο διοικητής αρχίζει να τρέχει από πίσω του, σχεδόν παρακαλώντας τον να πει την πολύτιμη φράση που θα τον απαλλάξει από τη μάσκα. Η πεισματική άρνηση του ψηλού ξανθού στρατιώτη είναι ένα ακόμη βασανιστικό χτύπημα για τον διοικητή που, μην αντέχοντας άλλο αυτό το μαρτύριο(!) του λέει με ξεψυχισμένη φωνή: «Ο Μότσαρτ είναι ένας σπουδαίος μουσικοσυνθέτης. Εντάξει; Βγάλε τώρα τη μάσκα σου»! Όμως, ο στρατιώτης συνεχίζει να τρέχει, ζητώντας απ’ τον διοικητή να το πει πιο δυνατά». «Ο Μότσαρτ είναι ένας σπουδαίος μουσικοσυνθέτης», φώναξε τώρα πιο δυνατά ο διοικητής. «Πιο δυνατά», είπε τώρα επιτακτικά ο στρατιώτης συνεχίζοντας να τρέχει πάνω στο πλάτωμα του βράχου. Τότε ο διοικητής σαν να κατάλαβε. Στάθηκε στην άκρη του βράχου και φώναξε με όλη του τη δύναμη προς κάθε κατεύθυνση: «Ο Μότσαρτ είναι ένας σπουδαίος μουσικοσυνθέτης. Ο Μότσαρτ είναι ένας σπουδαίος μουσικοσυνθέτης. Που να με πάρει ο διάολος αν υπάρχει μεγαλύτερος απ’ αυτόν»! Το ξέσπασμα ανακούφισης έφτασε σε όλο τα στράτευμα που ξεκουραζόταν κάτω από τον βράχο, σε όλους όσους ήταν μπροστά στην πρώτη σκηνή αυτής την ιστορίας. Και τότε ο ψηλός ξανθός στρατιώτης έβγαλε τη μάσκα του και, κουνώντας την ψηλά, συνέχισε να τρέχει πάνω στον βράχο. Και το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο καθώς γελαστός συνέχιζε να τρέχει μέσα στην απελευθερωτική αύρα του θαλασσινού αέρα.
Έτσι γίνεται η επανάσταση!
Σχολιάστε αυτό το άρθρο εδώ.
