Ρέμπελος: 1. Ο επαναστάτης, (για στρατιώτες) αυτός που δεν έχει ενταχθεί σε τακτικό στρατό, ΣΥΝ: αντάρτης. 2. αυτός που περιφέρεται αργόσχολα, ΣΥΝ: ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος. Φρ: Ρεμπέτικο Ασκέρι: (i) άτακτο πλήθος κυρ. εξεγερμένο, ο όχλος, (ii) (μτφ.) οι αργόσχολοι χασομέρηδες, ΣΥΝ: ακαμάτηδες, τεμπέληδες, ρεμπέτ ασκέρι, ρεμπεσκέδες. 3. αυτός που δεν ακολουθεί τα καθωσπρέπει, τυποποιημένα ή συντηρητικά πρότυπα: ~ ζωή ΣΥΝ: άτακτος, ακατάστατος, ασυμάζευτος. – επίρρημα: ρέμπελα
Προέρχεται: από το βενετσιάνικο rebelo "αντάρτης, άτακτος (πολεμιστής)" και το λατινικό rebellis "επαναστάτης, αποστάτης". [re- "ανά-" + -bellis/bellum "πόλεμος"]. Η λέξη μεταξελίχτηκε σημασιολογικά, προκειμένου να δηλωθεί επίσης η έννοια του τεμπέλη, του ανέμελου και του αργόσχολου.

Από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Γ. Μπαμπινιώτη