Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι στις εκλογές της 17ης Ιούνη δεν θα είμαι ξανά υποψήφια με τους Οικολόγους Πράσινους. Οι λόγοι, πολιτικοί.
Αγαπητοί φίλοι,
Όπως σας είχα ενημερώσει στις προηγούμενες εκλογές (6ης Μάη) για την υποψηφιό-τητά μου με τους Οικολόγους Πράσινους, θα ήθελα και τώρα να σας ενημερώσω ότι στις εκλογές της 17ης Ιουνίου δεν θα είμαι ξανά υποψήφια. Προφανώς, όπως είχα εξηγήσει τότε τους λόγους της απόφασής μου εκείνης, θα πρέπει να εξηγήσω και τους λόγους που τόσο σύντομα ανακαλώ την απόφασή μου εκείνη.
Καταρχάς, θα περιοριστώ στους πολιτικούς λόγους, που είναι ουσιαστικά και οι βασικοί λόγοι, χωρίς να θίξω ζητήματα και δυσ-λειτουργίες που έχουν να κάνουν με την εσωκομματική τους λειτουργία. Αυτό επειδή αυτά τα ζητήματα απαντώνται σε όλα τα κόμματα και, επιπλέον, δουλεύονται ήδη από τα μέλη των ΟΠ επιδιώκοντας την καλυτέρευση. Σε αυτό το πλαίσιο, και καθώς έχω διατηρήσει την ανεξαρτησία και αμεροληψία μου (ένας από τους λόγους που συμφωνήσαμε ότι θα είμαι εξωτερική συνεργάτης και όχι κομματικό στέλεχος, που δεν υπήρξα ποτέ άλλωστε) θα είμαι διαθέσιμη να συνεισφέρω στις συνεδριακές τους διαδικασίες μετεκλογικά, εφόσον το επιθυμούν.
Ο κύριος λόγος που αποφάσισα να αρνηθώ να εκπροσωπήσω ξανά τους ΟΠ εμπεριέχεται στις θέσεις των ΟΠ για την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, όπως αυτές εκφράστηκαν από τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, συμπροέδρου της ομάδας των Οικολό-γων Πράσινων στο ευρωκοινοβούλιο, μαζί με τον ευρωβουλευτή των Ελλήνων Οικολόγων Πράσινων, Νίκο Χρυσόγελο. Οι προτάσεις, εξειδικεύοντας την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, άλλαξαν άρδην, κατά τη δική μου αντίληψη, τις θέσεις των ΟΠ για το μνημόνιο που είχαν μόλις πριν ένα μήνα. Αναφέρομαι συγκεκριμένα σε μία εξ’ αυτών, καθοριστική όμως, που λέει: «Παράταση του χρόνου επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων κατά 2 χρόνια (μέχρι το 2016, αντί του 2014), με προ-σθήκη ρήτρας ύφεσης/ανάπτυξης».
Όταν είδα αυτή τη δήλωση ένιωσα έντονη αμηχανία, δεδομένου μάλιστα ότι σε λίγες μέρες θα καταθέτονταν στο πρωτοδικείο οι αιτήσεις των υποψηφίων. Η αμηχανία μου αυτή «λύθηκε» μετά από την ενημέρωσή μου ότι αυτή η παράταση των δημοσιονομικών στόχων για δύο χρόνια σημαίνει και μία επιβάρυνση κατά 30 περίπου δις ευρώ προκειμένου να μπορέσει να πραγματοποιηθεί, και ότι αυτή την επιβάρυνση είναι χαρά μας που συμφώνησαν να την αναλάβουν οι αλληλέγγυοι εταίροι μας. «Με ποιον τρόπο;», ρώτησα. «Με δανεισμό», ήταν η απάντηση. Δηλαδή, να αποδεχτούμε τις δεσμεύσεις με απλή χρονοτριβή, που θα την επιβαρυνθούμε με επιπλέον δάνειο…
Είναι προφανές ότι όταν συζητούσαμε με τους ΟΠ την αντίθεσή μας στο μνημόνιο δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Μάλιστα, ούτε αυτοί εννοούσαν κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, οι πολιτικές κινήσεις της Κρήτης είχαν βγάλει ανακοίνωση ζητώντας αναστολή εξυπηρέτησης του χρέους μέχρις ότου ολοκληρωθεί ο λογιστικός έλεγχός του. Αλλά και η μετριοπαθέστερη ανακοίνωση του εκλογικού ιστολογίου των Οικολόγων Πράσινων αναφέρεται σε «διερεύνηση της νομιμότητας βασικών σημείων της Δανειακής Σύμβασης που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, παραβιάζουν τις ευρωπαϊκές Συνθήκες και το ελληνικό Σύνταγμα»! Πώς συνάδουν όλα αυτά με τις δηλώσεις Κον Μπεντίτ-Χρυσόγελου, χρήζει ερμηνείας.
Δεν θα σταθώ στο γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές «φορέθηκαν» στις τοπικές οργανώ-σεις χωρίς να προηγηθεί η έγκρισή τους στο συνέδριο, που είχε γίνει μόλις 3 μέρες πριν – σε αντίθεση με την πρακτική του κόμματος να συζητά την παραμικρή λέξη που θα μπει στα κείμενά τους! Ούτε στο γεγονός ότι κάποιες τοπικές οργανώσεις ορθώς επέμειναν στις δικές τους αρχικές θέσεις, χωρίς όμως να διαφωνήσουν ανοιχτά με τα κεντρικά του κόμματος – τα οποία αναρωτιέμαι αν είναι στην Αθήνα ή στις Βρυξέλες. Θα σταθώ όμως στην επίθεση του Κον Μπεντίτ (αλλά και πολλών εκ των ΟΠ) ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ στις δηλωσεις αυτές. Είναι γνωστό ότι δεν θεωρώ το πρό-γραμμα του ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένο ή επαρκές, και σίγουρα δεν έχει καμία ουσιαστική μέριμνα για το περιβάλλον, που είναι και ο βασικός μας οικονομικός πόρος αν θέλετε. Εν τούτοις, η βασική αντιπαράθεση παραμένει με τα υπολείμματα του προηγούμενου ολοκληρωτισμού, και εναντίον αυτού πρέπει να αντιπαρατίθεται ένα κόμμα που σκέφτεται το καλό της χώρας του. Μάλιστα, όπως παρατήρησα και προς τους φίλους μου μέσα στους ΟΠ, δεδομένου ότι μιλάμε για συνεργασίες, και φυσικά δεν θέλουμε συνεργασίες με όσους οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση αλλά ούτε και με κόμματα που δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι προφανές ότι αν οι ΟΠ μπουν στη Βουλή θα κληθούν να συνεργαστούν σε μια κυβέρνηση όπου θα είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ. Γνώμη μου είναι ότι ένας διαφορετικός πολιτικός πολιτισμός, που θέλεις να προβάλεις, δεν συνάδει με την επίθεση σε πολιτικούς χώρους που θα κληθείς να συνεργαστείς. Αν οι ΟΠ έχουν, ορθώς, κριτικάρει τον ΣΥΡΙΖΑ για τέτοιες συμπεριφορές, καταρχάς δεν πρέπει να τις υιοθετούν και οι ίδιοι! Συγχρόνως, αν μια επίσης σωστή κριτική των ΟΠ προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι «δεν μας εξηγεί τι θα κάνει αν οι εταίροι δεν μας δώσουν χρήματα, αν θα ρισκάρει το ευρώ», θα πρέπει να ση-μειωθεί πως ούτε οι ΟΠ είχαν απαντήσει τι θα έκαναν αν οι εταίροι αρνηθούν αναδι-απραγμάτευση.
Σε αυτό το τελευταίο όμως οι ΟΠ προσφάτως φαίνεται να απάντησαν: εντός του ευρώ πάση θυσία. Αντιθέτως, η δική μου θέση είναι αξιοπρέπεια και ελευθερία πάση θυσία.
Με δεδομένες τις παραπάνω εξελίξεις, προφανώς δεν είμαι η πιο κατάλληλη να υπερασπιστώ τις θέσεις των ΟΠ, παρόλο που συμφωνώ με τις περισσότερες. Είναι για μένα καθοριστικής σημασίας η καταγγελία του μνημονίου και, αν ο φόβος πολλών είναι μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις του ως προς αυτό, θα ήθελα για σύμμαχούς του Οικολόγους που θα τον βοηθούσαν ή ακόμη και θα του επέβαλλαν να τις τηρήσει. Δυστυχώς, οι Οικολόγοι Πράσινοι δεν είναι αυτοί οι σύμμαχοι καθώς ούτε καν θεωρητικά δεν πρεσβεύουν κάτι τέτοιο μετά τις εκλογές της 6ης Μάη. Προσωπικά, αν και δεν είχα πρόβλημα με τη συμμετοχή μου σε ένα κόμμα που δεν συμφωνώ με όλα του τα προτάγματα, προφανώς δεν μπορώ να υπερασπιστώ δημοσίως κάτι τόσο καταφανώς αντίθετο με τα πιστεύω μου, ακόμη κι αν είναι ένα στα δέκα. Πόσο μάλλον που είναι αντίθετο και με τις δικές τους ως τώρα διακηρύξεις.
Υπάρχουν και άλλα ζητήματα, που όμως δεν τα θεωρώ καθοριστικά επί του παρόντος για να τα αναφέρω. Μετά τις εκλογές νομίζω πως θα είναι πιο ψύχραιμος ο χρόνος για τέτοιους διαλόγους. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι ΟΠ έχουν ίσως το πιο δουλεμένο πρόγραμμα με ρεαλιστικές προτάσεις στην πλειοψηφία τους, και πραγματικά είναι πολύ δυσάρεστό ότι επέλεξαν μια τακτική και πολιτική θέση που τους απομακρύνει από την κοινωνία και τους ανθρώπους που τους συμπαθούν. Οι προτάσεις τους για παράδειγμα για την πολιτική εξυγίανση ή για το περιβάλλον δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο κόμμα, και γι’ αυτό ακριβώς θεωρώ ιδιαιτέρως δυσάρεστο ότι επέλεξαν αυτή τη στάση. Ακόμη πιο δυσάρεστο είναι για το μέλλον, που αφήνεται σε έναν νέο αναδυόμενο συγκεντρωτισμό, ενώ όλοι ξέρουμε ότι δεν επιθυμούμε να ξαναβιώσουμε την απόλυτη εξουσία καμίας πολιτικής δύναμης, όποια κι αν είναι αυτή. Εύχομαι το κόμμα των ΟΠ να προσδιοριστεί ξανά προς την κινηματική δράση, στην οποία είναι πολύ ικανό, και ταυτόχρονα να αναπτύξει στο εσωτερικό του αυτό που, πολύ ορθά, προτείνει προς την κοινωνία: τοπικοποίηση. Σεβασμό δηλαδή στις τοπικές κρίσεις και αποφάσεις, αντίθετα με την από τα πάνω υπαγόρευση θέσεων και στάσεων.
Σε κάθε περίπτωση, είναι περισσότερο αναγκαίο σήμερα παρά ποτέ, και παραμένει βασική θέση μου, αυτό που έγραφα όταν ανακοίνωνα την υποψηφιότητά μου. Δηλαδή ότι, «Κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα αν οι πολίτες δεν βρίσκονται σε μια κινητικότητα τέτοια, και η βασική μέριμνα όλων μας πρέπει να παραμένει η ενεργός συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η συμμετοχή οφείλει άλλωστε να είναι ανεξάρτητη από τις εκλογές και να παρατείνεται… στο διηνεκές» (εδώ), και ότι «τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει νόημα αν απλώς ψηφίσετε εμένα, τους οικολόγους ή οποιονδήποτε άλ-λον θέλετε εφόσον αυτή θα είναι και η μόνη σας δράση για να αλλάξουν τα πράγματα. Η ψήφος δεν είναι πράξη μετάδοσης ευθύνης στους πολιτικούς, παρόλο που έτσι χρησιμοποιείται. Αντίθετα, πρέπει να είναι πράξη αυτοδέσμευσης σε μια πολιτική δράση, ατομική και συλλογική. Δεν θα καταφέρει κανείς τίποτα, ακόμη κι αν έχει τις καλύτερες προθέσεις, αν δεν υπάρξει η συμμετοχή και η πίεση από τα κάτω. Άλλωστε, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, χρέος όλων μας είναι, από την επόμενη μέρα, ήδη από χτες, να οργανώσουμε τις συμμαχίες και τις αντιστάσεις μας. Γι’ αυτό, πολύ περισσότερο διεκδικώ τη συμμετοχή σας από την ψήφο σας» (εδώ).
Νέλλη Ψαρρού
ΥΓ: η προεκλογική εκστρατεία στην οποία συμμετείχα για τις εκλογές της 6ης Μαΐου ήταν μια πολύτιμη εμπειρία που μου πρόσφερε συμπυκνωμένη πληροφορία με τρόπο μοναδικό. Κυρίαρχο μήνυμα αυτής η απόλυτη κυριαρχία της τηλεόρασης όσον αφορά την επιλογή των υποψηφίων – άλλο να το ξέρεις και άλλο να το βλέπεις. Σημαντικός επίσης ο ρόλος των δημοσκοπήσεων που, συχνά με τρόπο ύπουλο, καθορίζουν την τάση των ψηφοφόρων. Και δεν εννοώ απλώς τις ψεύτικες δημοσκοπήσεις, αλλά και αυτές που είναι αληθείς αλλά παρουσιάζουν τα αποτελέσματα με τρόπο μεθοδευμένο. Για παράδειγμα, δημοσκόπηση της V-PRC μετά τις εκλογές έδειχνε όλα τα κόμματα άνω του 3%, και μετά από αυτά το επόμενο κόμμα που φαινόταν στον πίνακα ήταν στο 1,..%. Αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν οι ΟΠ να έχουν πέσει κάτω του 1% και να μην φαίνονται και έψαξα περεταίρω την ανάλυση της δημοσκόπησης, για να διαπιστώσω ότι στα αναλυτικά στοιχεία αναφερόταν περιγραφικά ότι οι ΟΠ βρίσκονται σχεδόν στον εκλογικό τους ποσοστό του 2,9%! Η δημοσκόπηση αυτή δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr, το οποίο τον τελευταίο καιρό μας έχει δείξει πολλά παρόμοια δείγματα – όπως όταν στις 12 Φεβρουαρίου δεν είπε τίποτα για τους 500.000 διαδηλωτές αλλά αρκέστηκε να πει πως «ο ΣΚΑΙ αναφέρει 50.000 διαδηλωτές». Αξιοσημείωτο επίσης είναι το πώς η εικόνα πλάθεται εντέχνως και καλύπτει την ουσία, όπως στην περί-πτωση του ΣΥΡΙΖΑ που συναντήθηκε με διάφορα κόμματα χωρίς να τους προτείνει προεκλογική αλλά μετεκλογική συνεργασία, αλλά σε όλους εντυπώθηκε η εντύπωση ότι τα άλλα κόμματα αρνήθηκαν την πρόταση προεκλογικής συνεργασίας. Και άλλα πολλά. Που καλλιεργούνται εντέχνως. Και ο δικός μου σχολιασμός εδώ αισθάνομαι ότι χάνεται μέσα στην κυρίαρχη προπαγάνδα και γι’ αυτό δεν θέλω να κάνω τον κόπο να τα αναφέρω. Η ουσία παραμένει: ό,τι κάνουμε, ας είναι κατά συνείδηση. Και αφήστε τους άλλους να λένε.
