Το παραπάνω παράθεμα από το βιβλίο του οικονομολόγου και κοινωνικού επιστήμονα Castells εκδόθηκε το 1996 - πράγμα που σημαίνει ότι η έρευνά του στηρίζεται σε στοιχεία ολόκληρης της προηγούμενης εικοσαετίας (1975-1995). Με έκπληξη το αναζήτησα τις προάλλες: "μα που έχω αναφέρει κάτι για το ΔΝΤ;" σκεφτόμουν και σε μια ξαφνική αναλαμπή γύρισα στις σελίδες του πρώτου μου βιβλίου, Εθνική Ταυτότητα στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, της διδακτορικής μου διατριβής που εκδόθηκε το 2005, αλλά η έρευνα είχε ολοληρωθεί το 2000. Έκατσα και διάβασα τα επιστημονικά μου συμπεράσματα (μη νομίσει κανείς ότι οι συγγραφείς θυμούνται τι γράφουν!). Τα έχασα! Σαν να αναφερόμουν στην Ελλάδα. Φυσικά, αφού ο μηχανισμός είναι ο ίδιος!
Παραθέτω εδώ όλο το σχετικό απόσπασμα της έρευνάς μου, που αφορά στο ζήτημα της οικονομίας, ανάμεσα σε άλλους τομείς. Το απόσπασμα αυτό εμπεριέχεται στο 6ο κεφάλαιο με τίτλο, "Παγκοσμιοποίηση, Εθνικό Κράτος και Εθνική Ταυτότητα" και εξετάσει τις ενδεχόμενες αλλαγές που (φημολογείται ότι θα) συμβούν λόγω της παγκοσμιοποίησης στα κράτη (τα Bold είναι πρόσθετα από μένα). Περισσότερα αποσπάσματα από αυτό, όπως και άλλα κεφάλαια, μπορεί να βρει κανείς στο παραπάνω "λινκ".
Ψαρρού Νέλλη (2005), Εθνική Ταυτότητα στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Gutenberg, σελίδες: 222-232.
Η επιρροή της παγκοσμιοποίησης στο σύγχρονο κράτος
Το ζήτημα της αποδυνάμωσης ή και διάλυσης του κράτους είναι κεντρικό στη συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση. [...] Επικαλούμενοι την ισχύ των παγκόσμιων δυνάμεων της αγοράς, ορισμένοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι τα ‘έθνη-κράτη’ δεν έχουν πια τη δύναμη να ασκήσουν αποτελεσματική διακυβέρνηση (Horsman & Marshall 1994), ή ότι δεν αποτελούν παρά απλές περιφερειακές διοικητικές αρχές στο παγκόσμιο σύστημα που η συνεχιζόμενη ύπαρξή τους τίθεται υπό αμφισβήτηση (Ohmae 1990). Κάποιοι ακόμα υποστηρίζουν ότι ο εθνικισμός θα εξασθενήσει και σταδιακά θα μας απαλλάξει από την παρουσία του, μαζί με τις εθνικές ταυτότητες και ιθαγένειες (Reich 1991).
Από την άλλη, βεβαίως, υπάρχει ο αντίλογος αυτών που θεωρούν ότι, παρά τη σχετική αποδυνάμωση του κράτους στον έλεγχο των οικονομικών και νομισματικών του πολιτικών, η ίδια η (οικονομική) παγκοσμιοποίηση έχει υποστηριχτεί και προωθηθεί από τις πολιτικές των κρατών, τα οποία διατηρούν τον ρυθμιστικό έλεγχο των κοινωνιών και των πολιτών τους (Hirst & Thompson 1999, Gray 1998). Επίσης υποστηρίζεται ότι τα κράτη είναι και παραμένουν οι μόνοι φορείς πρόνοιας και κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και οι μόνοι αντιπρόσωποι της λαϊκής βούλησης (Mann 2000, Smith 1995α). [...] Σε γενικές γραμμές, πάντως, βλέπουμε ότι θέση του κράτους στο κέντρο της κοινωνιολογικής και πολιτικής έρευνας βρίσκεται σε μια αναθεώρηση.
Στη μελέτη αυτή θα προβούμε στη συνοπτική παρουσίαση ορισμένων βασικών θέσεων που κυριαρχούν στη σχετική συζήτηση και την ανάπτυξη των αντίστοιχων θέσεων και αντεπιχειρημάτων που θα υποστηρίξουμε, παρουσίαση που θα γίνει ανάλογα με την θεματολογία των επιχειρημάτων. Οι βασικές κατηγορίες που θα αναφερθούν είναι οι εξής: η οικονομία, οι νέες τεχνολογίες, ο πόλεμος, το περιβάλλον, και η διακυβέρνηση και κυριαρχία. Η επιλογή αυτών των κατηγοριών έγινε με βάση τα θέματα που κυριαρχούν στη σχετική συζήτηση, με την εξαίρεση της διακυβέρνησης και κυριαρχίας που γενικότερα έχει παραμεληθεί. Επίσης, οι επιλεγμένες κατηγορίες εκφράζουν κάποιους βασικούς τομείς της λειτουργίας των κρατών και χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα κράτη. Συνεπώς, μέσω αυτών των κατηγοριών θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα σχετικά με τις προοπτικές του εθνικού κράτους στον σύγχρονο κόσμο. Επιπλέον, θα αναλύσουμε πλευρές της συζήτησης που δεν έχουν ως τώρα αναφερθεί, και έτσι θα υπάρξει και μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την παγκοσμιοποίηση.
Οικονομία
Το επιχείρημα ότι το σύγχρονο εθνικό κράτος καθίσταται σταδιακά όλο και πιο παρωχημένο λόγω των οικονομικών αλλαγών που έχει προκαλέσει η παγκοσμιοποίηση αποτελεί κοινό τόπο, όχι μόνο ανάμεσα στους ενθουσιώδεις υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης αλλά και σε άλλους μελετητές που αντιμετωπίζουν την παγκοσμιοποίηση με μια κριτική ματιά (όπως ο Beck). Η βασική επιχειρηματολογία εστιάζει στην αυξημένη ισχύ των παγκοσμιοποιημένων οικονομικών δυνάμεων και στην κινητικότητα του κεφαλαίου, που το καθιστά ανεξάρτητο από εθνικούς συσχετισμούς ή ελέγχους και καθιστά το μακροοικονομικό (ή ακόμα και οποιονδήποτε) σχεδιασμό από το κράτος αδύνατο. Μεγάλο μέρος της σχετικής συζήτησης αφορά στις λεγόμενες υπερεθνικές επιχειρήσεις (transnational corporations) οι οποίες αναζητούν συνεχώς το συγκριτικό πλεονέκτημα παγκοσμίως και δρουν αδιαφορώντας για σύνορα, θεσμούς ή καθεστώτα. Μάλιστα, κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις είναι περισσότερο πλούσιες κι από πολλές χώρες μαζί: το 1996, από τα συνολικά 200 κράτη του κόσμου μόνο τα 70 είχαν ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) μεγαλύτερο από 10 δισεκατομμύρια δολάρια, την στιγμή που τα ετήσια κέρδη των 400 μεγαλύτερων υπερεθνικών επιχειρήσεων υπερέβαιναν τα 10 δις δολάρια.
Μια παρεμφερής επιχειρηματολογία αφορά στο κράτος πρόνοιας. Οι παροχές του κράτους πρόνοιας, που συντελούν στην εσωτερική ειρήνη και συνοχή των κρατών, δε μπορούν να συνεχιστούν στην ‘εποχή της παγκοσμιοποίησης’. Ο ένας λόγος που προβάλλεται είναι ότι τα κράτη πρέπει να περικόψουν τα έξοδά τους για να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικά. Ο άλλος λόγος είναι ότι ήδη το ‘εισόδημα’ των κρατών είναι μειωμένο γιατί χάνουν τα έσοδα από την φορολογία των υπερεθνικών, οι οποίες χρησιμοποιούν από τη μία τις παροχές και την υποδομή των πλούσιων κρατών (που έχουν συστήματα πρόνοιας) αλλά, από την άλλη, είτε επιλέγουν ως βάση τους κάποιους ‘φορολογικούς παραδείσους’ είτε πιέζουν τα κράτη για φορολογικές ελαφρύνσεις προκειμένου να επενδύσουν σε αυτά. Σύμφωνα με τον Ohmae (1990), οι δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς και οι υπερεθνικές επιχειρήσεις είναι αυτές που καθορίζουν την παγκόσμια οικονομία, και καμιά τους δε μπορεί να τεθεί υπό αποτελεσματικό έλεγχο. Το κράτος πρόνοιας αποτελεί και για τη Susan Strange (2003) έναν από τους κυριότερους λόγους που έχουν οδηγήσει στην ‘Westfailure’, δηλαδή στην αποτυχία του συστήματος της Βεστφαλίας –οι άλλοι δυο είναι η αποτυχία του κράτους στον έλεγχο του χρηματοοικονομικού συστήματος και η αδυναμία του να δράσει αποτελεσματικά για την προστασία του περιβάλλοντος. Όπως υποστηρίζει, το σύστημα αυτό αδυνατεί να διατηρήσει μια βιώσιμη ισορροπία ανάμεσα στις προνομιούχες τάξεις και στους «μη έχοντες» καθώς το κράτος έχει χάσει την ικανότητά του να δρα ως ασπίδα προστασίας για τις ομάδες που το έχουν ανάγκη. Δηλαδή, το κράτος δε μπορεί να δράσει ως «υποκείμενο οικονομικής και οικονομικής αναδιανομής» εξαιτίας της αδυναμίας ελέγχου επί της εθνικής οικονομίας (Strange 2003: 35).
Αυτά είναι εν συντομία τα βασικά επιχειρήματα για την αποδυνάμωση των κρατών στο επίπεδο της οικονομίας. Η κριτική που μπορεί να ασκηθεί σε καθ’ ένα από αυτά ποικίλει. Κατ’ αρχάς, όπως είδαμε ήδη στο προηγούμενο κεφάλαιο, η ύπαρξη πραγματικά παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας τίθεται υπό αμφισβήτηση καθώς στοιχεία δείχνουν ότι το 85% των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών είναι συγκεντρωμένο στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την ανατολική Ασία (κυρίως την Ιαπωνία). Συνέπεια τούτου, η οικονομική δραστηριότητα έχει χαρακτηριστεί ως ‘τριμερής’ και όχι παγκόσμια (Mann 2000, Hirst & Thompson 1999). Επιπλέον, η οικονομική παγκοσμιοποίηση φαίνεται συχνά να έχει υιοθετηθεί και προωθηθεί από τα κράτη με βασικό κριτήριο το εθνικό συμφέρον. Για τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών είχε προωθηθεί ιδιαιτέρως από τις κυβερνήσεις των τελευταίων δυο δεκαετιών, με προφανή πλεονεκτήματα για την οικονομία της χώρας∙ όμως, όταν κατά τη στροφή του 21ου αιώνα οι πολιτικές ανάγκες και προτεραιότητες των ΗΠΑ διαφοροποιήθηκαν, οι ίδιες άρχισαν να εφαρμόζουν μια λιγότερο φιλελεύθερη οικονομική πολιτική μέσω προστατευτικών παρεμβάσεων στην οικονομία τους. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επίσης, οι πολιτικές της οικονομικής παγκοσμιοποίησης υιοθετήθηκαν και δικαιολογήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ως αναπόφευκτες για την βιωσιμότητα των εγχώριων οικονομιών και το γενικότερο συμφέρον του εκάστοτε εθνικού κράτους. Παρόμοια στοιχεία παραθέτει ο Castells και για άλλες χώρες, όπως η Ινδία και η Κίνα, οι οποίες «είδαν το άνοιγμα του παγκόσμιου εμπορίου σαν μια ευκαιρία… να θέσουν τις τεχνολογικές και οικονομικές βάσεις για την ανανεωμένη τους εθνική ισχύ» (Castells 2000α:143). Και, όπως υποστηρίζει ο Mann, κάποιοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ασκούν μια χαλαρή ρυθμιστική διεθνή εποπτεία, είναι προσανατολισμένοι προς τα συμφέροντα ή τις πολιτικές ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών της Δύσης (Mann 2000: 139).
Σημαντική θέση στη συζήτηση για την οικονομική αποδυνάμωση των κρατών έχουν οι υπερεθνικές επιχειρήσεις και η ικανότητά τους να δραστηριοποιούνται ανεξαρτήτως εθνικών συνόρων. Κατ’ αρχάς, η ίδια η χρήση και τάση για επικράτηση του όρου ‘υπερεθνικός’ ως κάτι το καινούριο στην παγκοσμιοποίηση δημιουργεί σύγχυση στο βαθμό που περιγράφει κάτι για το οποίο υπάρχει ήδη ο όρος ‘πολυεθνικός’. Η διάκριση ανάμεσα στις πολυεθνικές και υπερεθνικές επιχειρήσεις δεν είναι σαφής. Ο Sklair, που θεωρεί ότι ένα χαρακτηριστικό της νέας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας είναι οι υπερεθνικές επιχειρήσεις, τις ορίζει ως «εταιρίες που έχουν δραστηριότητες έξω από τις χώρες από τις οποίες προέρχονται», ακόμη και αν πρόκειται για ένα μικρό εργοστάσιο εκτός των συνόρων (Sklair 1999: 324). Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ποια είναι η διαφορά τους από τις γνωστές μας ως τώρα πολυεθνικές; Αντιθέτως, ο Castells υποστηρίζει ότι οι υπερεθνικές επιχειρήσεις ανήκουν περισσότερο «στον κόσμο των μυθικών αναπαραστάσεων (ή στο επιτηδευμένο image-making διαφόρων ανωτάτων στελεχών επιχειρήσεων) παρά στην θεσμικά καθορισμένη και περιορισμένη πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας» (Castells 2000α: 208).
Βέβαια, από την στιγμή που ο όρος αυτός εισήχθη και επικράτησε, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συζήτησης για την παγκοσμιοποίηση. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι αν και σε ποιο βαθμό είναι οι υπερεθνικές επιχειρήσεις πραγματικά υπερ-εθνικές, δηλαδή ανεξάρτητες από τα εθνικά κράτη και αδιάφορες προς την ίδια τους την ‘εθνικότητα’. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι μάλλον αρνητική. Κατά πρώτον, η πλειονότητα των περιουσιακών στοιχείων και δραστηριοτήτων αυτών των εταιριών βρίσκεται στην χώρα προέλευσής τους. Δεύτερον, παρ’ όλο που οι προσλήψεις δεν ακολουθούν κάποιο εθνικό κριτήριο, παρατηρείται ότι τα ανώτερα στελέχη είναι συχνά της ίδιας εθνικότητας με αυτήν της επιχείρησης, ενώ το προσωπικό των παραρτημάτων είναι της ίδιας εθνικότητας με την χώρα του παραρτήματος. Το γεγονός αυτό, που είναι λογικό και μάλλον αναμενόμενο, ερμηνεύεται από πολλούς παράγοντες, δύο από τους οποίους είναι οι ‘εθνικές’ πολιτικές του κράτους υποδοχής και η οικειότητα και διασυνδέσεις. Οι πολιτικές του κράτους σχετίζονται, για παράδειγμα, με την απασχόληση και την καταπολέμηση της ανεργίας, που ικανοποιούνται μέσω της εργασίας σε μια επιχείρηση που ξεκινά τις δραστηριότητές της σε ένα κράτος. Ο παράγοντας της οικειότητας και των γνωριμιών αφορά τόσο το προφανές, ότι πρέπει οι εργαζόμενοι να μιλούν τη γλώσσα της εν λόγω χώρας, αλλά και ότι το προσωπικό πρέπει να γνωρίζει το περιβάλλον της νέας επένδυσης και, ειδικά για τα ανώτατα στελέχη, πρέπει να διαθέτει και προνομιακές διασυνδέσεις στην κυβέρνηση της χώρας. Αυτό μας φέρνει στο τρίτο σκέλος της απάντησης, ότι οι πολυεθνικές ή υπερεθνικές επιχειρήσεις πρέπει να διατηρούν στενές σχέσεις με τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις γιατί, στο βαθμό που έχουν μια εθνική βάση, παραμένουν εξαρτημένες από τις πολιτικές και τις ρυθμίσεις του εν λόγω κράτους.
Και τα τρία ανωτέρω στοιχεία συνδέονται με δύο παρατηρήσεις που κάνει η Sassen (2003). Η μία είναι ότι όσο υπάρχει γεωγραφική διασπορά των βιομηχανικών εγκαταστάσεων των πολυ/υπερ-εθνικών εταιριών τόσο παρατηρείται συγκέντρωση των κεντρικών λειτουργιών∙ δηλαδή, «όσο πιο παγκοσμιοποιημένες γίνονται οι επιχειρήσεις, τόσο αυξάνονται και οι κεντρικές τους λειτουργίες –σε σημασία, σε περιπλοκότητα, σε αριθμό συναλλαγών». Αυτές οι κεντρικές λειτουργίες (διοικητικές, χρηματοοικονομικές, νομικές, λογιστικές, εκτελεστικές, σχεδιαστικές, κλπ.) «είναι σε δυσανάλογο βαθμό συγκεντρωμένες στα εθνικά εδάφη των πολύ ανεπτυγμένων χωρών» (Sassen 2003: 241). Η άλλη παρεμφερής παρατήρηση είναι ότι οι κεντρικές αυτές λειτουργίες, επειδή είναι πολύ εξειδικευμένες, αναλαμβάνονται από ένα δίκτυο εταιρικών υπηρεσιών, από εξειδικευμένες επιχειρήσεις, από τις οποίες οι πολυ/υπερ-εθνικές τις αγοράζουν. Αυτές οι εξειδικευμένες επιχειρήσεις είναι επίσης δυσανάλογα συγκεντρωμένες στα πολύ ανεπτυγμένα εθνικά κράτη, και μάλιστα σε συγκεκριμένες πόλεις, τις «πλανητικές πόλεις». Εν τέλει, η ρευστή και αόριστη ‘παγκόσμια κυκλοφορία’ των εμπορευμάτων, των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και των πολυ/υπερ/εθνικών επιχειρήσεων εν γένει στηρίζεται στη συγκέντρωση υλικών πόρων, ανθρώπινου δυναμικού και υπηρεσιών σε συγκεκριμένα κέντρα και πόλεις εντός των ανεπτυγμένων εθνικών κρατών.
Έχουν ιδιαίτερη σημασία σε αυτό το σημείο οι απόψεις του Gray, αλλά και των Hirst & Thompson όσον αφορά δύο σημεία. Το ένα είναι ότι υπάρχουν λίγες επιχειρήσεις σήμερα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αυθεντικά υπερεθνικές και αυτές είναι κυρίως αμερικανικές. Αυτό, υποστηρίζει ο Gray, δεν οφείλεται στο ότι είναι παγκόσμιες/υπερεθνικές, αλλά στο ότι «εκφράζουν τις τοπικές αμερικανικές αξίες και τη γηγενή επιχειρηματική κουλτούρα» που πρεσβεύει ότι τα κέρδη υπερέχουν του κοινωνικού κόστους και των εθνικών συμμαχιών (Gray 1998: 69). Το δεύτερο σημείο είναι ότι το ζήτημα δεν έχει μια σαφή και μονοδιάστατη απάντηση, αλλά είναι περισσότερο περίπλοκο. Σύμφωνα πάλι με τον Gray, ενώ αυτές οι επιχειρήσεις ξοδεύουν σημαντικούς πόρους στην προσπάθειά τους να επηρεάσουν τους πολιτικούς –που σημαίνει κατ’ αρχάς ότι τα κράτη διατηρούν το κυβερνητικό τους ρόλο–, από την άλλη τα κράτη αφαιρούν από μόνα τους την πολιτική τους δύναμη συναγωνιζόμενα το ένα το άλλο να προσελκύσουν ξένους επενδυτές στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Παρ’ όλα αυτά, η χαμένη δύναμη των κρατών δεν έχει αποκτηθεί από τις επιχειρήσεις, που παραμένουν εξίσου εκτεθειμένες με τα κράτη στις συνεχείς αλλαγές του σύγχρονου κόσμου. Είναι ενδεικτικό ότι, μετά την οικονομική κρίση του 1997-8 οι πολύ/υπερ-εθνικές πίεσαν τις ισχυρές κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς να παρέμβουν ρυθμιστικά ώστε να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη σταθερότητα, που και οι ίδιες επιθυμούσαν αλλά δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν (Hirst & Thompson 1999: 272).
Ας περάσουμε στο ζήτημα του κράτους πρόνοιας. Εδώ βλέπουμε πράγματι ότι το κράτος πρόνοιας (όπου αυτό υπάρχει, γιατί η συζήτηση αυτή φαίνεται να αφορά κυρίως την Ευρώπη) απειλείται από την εξάπλωση της καπιταλιστικής οικονομίας, όχι όμως επειδή το ‘εισόδημα’ των κρατών μειώνεται αλλά γιατί αυτά ελαττώνουν τα έξοδα και τις παροχές προς τις αδύναμες ομάδες για να γίνουν πιο ανταγωνιστικά. Το παράδειγμα της Γερμανίας είναι ενδεικτικό, όπως παρατίθεται στον Beck: «από το 1979 τα κέρδη των εταιριών έχουν αυξηθεί κατά 90% και οι μισθοί κατά 6%. Όμως, το κρατικό εισόδημα που προέρχεται από τη φορολογία των εισοδημάτων διπλασιάστηκε τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ το εισόδημα από τη φορολογία στις επιχειρήσεις έχει πέσει στο μισό. Τώρα συνιστά το 13% της συνολική φορολογίας, έναντι 25% το 1980 και 35% το 1960». Στην ουσία, πρόκειται για μια αναδιανεμητική πολιτική ‘προς τα πάνω’ στο βαθμό που, για να προσελκύσει επενδυτές, το κράτος τους διευκολύνει μέσω της μείωσης της φορολογίας και άλλων μέτρων. Ταυτόχρονα, η φημολογούμενη μείωση των εσόδων των κρατών, που θεωρείται ως μια από τις αιτίες για την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ενδεικτικά, στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, τα οικονομικά μεγέθη που αφορούν στο κατά κεφαλήν εισόδημα δείχνουν μια μικρή αλλά σταθερή άνοδο κάθε χρόνο από το 1950 ως σήμερα –άνοδος που καταρρίπτει τον ισχυρισμό περί περιορισμό των εσόδων των κρατών.
Το κοινωνικό κράτος έχει αρχίσει να συρρικνώνεται, σε αυτές τις χώρες δηλαδή που υπήρχε κρατική πρόνοια, ταυτόχρονα όμως οι πολίτες ζητούν από τις κυβερνήσεις να διασφαλίσουν τα κοινωνικά και εργασιακά κεκτημένα, μεταξύ αυτών και την πρόνοια. Άρα, τίθεται πάλι το ερώτημα, είναι τα κράτη ανίσχυρα να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πολιτών τους ή πρόκειται για μια πολιτική επιλογή; Αυτό συνδέεται και με το επόμενο ερώτημα: έχει χάσει το σύγχρονο εθνικό κράτος τη δυνατότητά του να ασκήσει αποτελεσματική οικονομική πολιτική εντός των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης; Η απάντηση και στα δυο αυτά ερωτήματα είναι παρεμφερής, και αποτελεί βασικό επιχείρημά μας αναφορικά με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και την άσκηση πολιτικής σε όλους τους τομείς: η παγκόσμια ελεύθερη αγορά, και οι συνέπειές της, είναι το αποτέλεσμα πολιτικών πρωτοβουλιών. Έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτό το ζήτημα αλλά και στις σχετικές απόψεις που υπάρχουν. Αυτό που θα ήθελα να προσθέσω είναι πως το ερώτημα αν η οικονομική παγκοσμιοποίηση υποβαθμίζει το ρόλο και τη δύναμη των κρατών δεν είναι μονομερώς οικονομικό αλλά και πολιτικό. Πρόκειται για ένα ζήτημα που προκύπτει από τα παραδοσιακά διλήμματα των διεθνών σχέσεων και συσχετισμών ισχύς και εξουσίας. Θα επικαλεστώ τον Castells σε αυτό το σημείο, η άποψη του οποίου είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική.
Ο μηχανισμός που έφερε τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης στις περισσότερες χώρες του κόσμου είναι απλός: πολιτικές πιέσεις είτε μέσω άμεσων κυβερνητικών πρωτοβουλιών είτε μέσω της επιβολής από το ΔΝΤ/ΠΟΕ/Παγκόσμια Τράπεζα. Μόνο μετά τη φιλελευθεροποίηση των οικονομιών θα έρρεαν τα παγκόσμια κεφάλαια. Η διοίκηση του Κλίντον υπήρξε στην πραγματικότητα ο πολιτικός ‘παγκοσμιοποιητής’ […] ασκώντας άμεσες πιέσεις στα κράτη της υφηλίου και καθοδηγώντας το ΔΝΤ να επιδιώξει αυτή τη στρατηγική με κάθε αυστηρότητα. Στόχος ήταν η ενοποίηση όλων των οικονομιών του κόσμου σε μια σειρά ομογενοποιημένων κανόνων του παιχνιδιού. […το αποτέλεσμα αυτής ήταν οικονομικές κρίσεις σε πολλές περιοχές]. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μετά από κάθε τέτοια κρίση, ερχόταν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα για βοήθεια, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι κυβερνώντες θα αποδέχονταν τις συνταγές του ΔΝΤ για οικονομική εξυγίανση. Αυτές οι πολιτικές συστάσεις (στην πραγματικότητα επιβολές) βασίζονταν σε προ-ετοιμασμένες συνταγές προσαρμογής, εκπληκτικά παρόμοιες μεταξύ τους παρά τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας· […] Ακόμα και μεγάλες οικονομίες σημαντικών χωρών, όπως η Ρωσία, το Μεξικό, η Ινδονησία, ή η Βραζιλία, εξαρτώνταν από την έγκριση του ΔΝΤ για τις πολιτικές τους. Η πλειονότητα του αναπτυσσόμενου κόσμου αλλά και οι οικονομίες υπό μετάβαση έγιναν τα οικονομικά προτεκτοράτα του ΔΝΤ –που σήμαινε εν τέλει το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Η ισχύς του ΔΝΤ δεν ήταν τόσο οικονομική όσο συμβολική. […] Πίστωση από αυτό σήμαινε αξιοπιστία για τους παγκόσμιους χρηματοοικονομικούς επενδυτές. Και απόσυρση της εμπιστοσύνης του ΔΝΤ σήμαινε, για κάθε χώρα, ότι θα γινόταν ένας οικονομικός παρίας. Αυτή ήταν και η λογική του συστήματος: αν μια χώρα επέλεγε να μείνει έξω από αυτό (για παράδειγμα, το Περού του Alan Garcia τη δεκαετία του 1980) τιμωρούνταν με οικονομικό εξοστρακισμό –και κατέρρεε, επιβεβαιώνοντας έτσι τις αυτό-επιβεβαιούμενες προφητείες του ΔΝΤ (Castells 2000a: 140-141).
Το παραπάνω παράθεμα μας οδηγεί σε ορισμένα συμπεράσματα. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι, ο διαδεδομένος ισχυρισμός πως ‘μετά τη φιλελευθεροποίηση των οικονομιών θα έρρεαν(;) τα παγκόσμια κεφάλαια’ δεν έχει επαληθευτεί στην πράξη, τουλάχιστον όχι με το εύρος που θα ήταν απαραίτητο για τη γενίκευση του παραπάνω ισχυρισμού. Από τη μία, ενώ το ποσοστό των άμεσων εξωτερικών επενδύσεων (Foreign Direct Investment) που τοποθετήθηκε στις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ το 1997 ήταν μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο τη δεκαετία του ’70, εντούτοις αποτέλεσε τα τρία πέμπτα των συνολικών άμεσων επενδύσεων (58%) παρ’ όλο που οι χώρες αυτές αποτελούν το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού (και μάλιστα το πλουσιότερο πέμπτο. Από το υπόλοιπο ποσοστό, το 5% τοποθετήθηκε στις μεταβατικές οικονομίες της ανατολικής Ευρώπης και το υπόλοιπο 37% στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σε αυτό το σημείο παρατηρείται μια ‘επιλεκτική παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με τον Castells, γιατί ενώ οι άμεσες εξωτερικές επενδύσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκαν σημαντικά στη δεκαετία του 1990, αυτές συγκεντρώθηκαν επιλεκτικά σε λίγες από αυτές: τα τέσσερα πέμπτα των επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες πήγαν σε μόλις 20 χώρες, με την Κίνα να παίρνει τη μερίδα του λέοντος (Castells 2000α: 132). Από την άλλη, σε πολλές περιπτώσεις η φιλελευθεροποίηση των οικονομιών, όπου έγινε, δεν ακολουθήθηκε από επενδύσεις –τουλάχιστον όχι σταθερού και αναπτυξιακού χαρακτήρα. Στις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην περιφέρεια –κυρίως– ακολουθήθηκε το κριτήριο του ευκαιριακού κέρδους: οι επενδύσεις έγιναν είτε στα χρηματιστήρια (όπου μετά από λίγο τα κεφάλαια μαζί με τα κέρδη αποσύρονταν) είτε έγιναν με βάση τη λογική που περιγράφει ο Wallerstein, δηλαδή της μετακίνησης των κεφαλαίων από χώρα σε χώρα σε αναζήτηση του μεγαλύτερου κέρδους. Αυτό βέβαια δε συνιστά επένδυση αλλά ‘αρπαχτή’∙ και μάλιστα με τη νομιμοποίηση των διεθνών οργανισμών και, εν συνεχεία, των κρατών.
Βλέπουμε ότι η ‘επιλογή’ μιας χώρας στο ζήτημα αν θα φιλελευθεροποιήσει την οικονομία της δεν είναι ελεύθερη: μάλλον η επιλογή να μείνει εκτός συστήματος επιφέρει κυρώσεις· κι αυτό είναι το δεύτερο συμπέρασμα. Το σημαντικό εδώ είναι πως οι κυρώσεις δεν είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς αλλά μια επιβολή από άλλες χώρες και οργανισμούς που έχουν δηλωμένη άποψη για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να λειτουργεί η παγκόσμια αγορά. Επίσης, οι κυρώσεις αυτές δεν είναι μόνο οικονομικού χαρακτήρα αλλά και πολιτικού. Σύνηθες παράδειγμα αποτελεί η μη αποδοχή μιας χώρας στη λεγόμενη ‘διεθνή κοινότητα’, τουλάχιστον όχι ως ισότιμο μέλος. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Κούβας, όπου η μη συμμόρφωση με τα πολιτικά και οικονομικά πρότυπα που κυριαρχούν έχει επιφέρει τον εξοστρακισμό της από την διεθνή κοινότητα και την επιβολή πολιτικών κυρώσεων και οικονομικού εμπάργκο που, με τη σειρά τους, εντείνουν τα οικονομικά προβλήματα της χώρας αυτής. Μη τυπική, αλλά ιδιαίτερα χαρακτηριστική, είναι η περίπτωση της Κίνας: η συμφωνία που υπογράφτηκε ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ το Νοέμβριο του 1999, και αφορούσε μια σειρά μέτρων για τη φιλελευθεροποίηση της τεράστιας και υπανάπτυκτης κινεζικής αγοράς, έγινε δεκτή με ευφορία από πολλούς αξιωματούχους των ΗΠΑ, αλλά και του ΠΟΕ, που καλωσόρισαν τη θετική προσπάθεια της Κινεζικής Δημοκρατίας να ‘ενταχτεί στη διεθνή κοινότητα’. Στην πραγματικότητα, η Κίνα ήρθε πιο κοντά στη ‘διεθνή κοινότητα’ μέσω της συμφωνίας της να άρει ή να μειώσει τους δασμούς και τις επιδοτήσεις των εξαγωγών και να προσφέρει σημαντικές διευκολύνσεις σε αμερικάνικες εταιρίες στους τομείς της γεωργίας, της βιομηχανικής παραγωγής, της αυτοκινητοβιομηχανίας, των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών, των τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών Internet, με αντάλλαγμα την υποστήριξη των ΗΠΑ ώστε να ενταχθεί η Κίνα στον ΠΟΕ –ο ρόλος του οποίου είναι ούτως ή άλλως να πιέζει προς παρόμοιες πολιτικές. Και αυτό μας οδηγεί στο τελικό συμπέρασμα ότι, οι ‘εκφρασμένες απόψεις’ για τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς είναι πολιτικά οριοθετημένες, και η αναγκαιότητα σύμπλευσης μαζί τους είναι τόσο πολιτική όσο και οικονομική.
Εν κατακλείδι, η φαινομενική αποδυνάμωση των κρατών να ελέγξουν την οικονομία οφείλεται στις πολιτικές που έχουν επιλέξει (εντός ή εκτός εισαγωγικών) οι κυβερνήσεις να ασκήσουν, δηλαδή στην πολιτική της απελευθέρωσης των δυνάμεων της αγοράς –απελευθέρωση που πραγματοποιείται μέσω κρατικών μεταρρυθμίσεων! Άλλωστε, η οικονομική παγκοσμιοποίηση ή παγκόσμια φιλελευθεροποίηση έχει προωθηθεί ενεργά και με κάθε τρόπο (ιδεολογικό, οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό) από κράτη που εξυπηρετείται το εθνικό τους συμφέρον από αυτή τη διαδικασία και έχουν την απαραίτητη ισχύ να επιβάλλουν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Η διαδεδομένη ρητορική που αξιώνει ότι τα εθνικά κράτη και τα σύνορα δεν έχουν θέση στη νέα παγκοσμιοποιημένη οικονομία είναι μια υπερβολή που εξυπηρετεί ακριβώς την οικονομία και τα σύνορα ισχυρών εθνικών κρατών μέσω των επικερδών δραστηριοτήτων τους σε όλο τον κόσμο. Επικερδείς δραστηριότητες που πραγματοποιούνται ακριβώς επειδή άλλα κράτη αφαιρούν από τους εαυτούς τους τις παρεμβατικές τους δυνατότητες υπέρ της οικονομίας και κοινωνίας τους. Ας μην παραγνωρίζεται πάντως το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Halliday, το κράτος παραμένει ένας κεντρικός παίχτης στην οικονομία: για παράδειγμα, οι οικονομικές δραστηριότητες των κρατών του ΟΟΣΑ υπολογίζονται στο 40% του συνολικού ΑΕΠ (2001: 7).
Πέρα από την πολιτική αυτή διάσταση, στον καθαρά οικονομικό τομέα μπορούμε να πούμε ότι τα κράτη έχουν απορυθμιστεί τόσο ώστε να μη μπορούν να ασκήσουν οικονομική πολιτική; Εδώ και πάλι η συμβολή της Sassen είναι καθοριστική. Όπως υποστηρίζει, η θεώρηση του εθνικού κράτους ως κάτι που χάνει την κυριαρχία του, την οποία κερδίζει το πλανητικό αντίστοιχα, είναι ανεπαρκής. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει, το κράτος βρίσκεται σε μια διαδικασία μεταρρύθμισης, και όχι απορύθμισης (δηλαδή απώλειας ελέγχου). Στην πραγματικότητα, οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης περνούν μέσα από το εθνικό κράτος, δηλαδή μέσα από τους εθνικούς θεσμούς του αλλά και την υποδομή του. Έτσι, τα κράτη έχουν προβεί σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που έχουν διευκολύνει την εμπλοκή του με το πλανητικό και εγγυώνται τη λειτουργία των ‘πλανητικών δρώντων’. Δηλαδή, «το κράτος έχει ενσωματώσει το πλανητικό σχέδιο της συρρίκνωσης του δικού του ρόλου στη ρύθμιση των οικονομικών συναλλαγών» ενώ ταυτόχρονα παραμένει ένας «θεσμός-κλειδί» μέσα στις σύγχρονες εξελίξεις (Sassen 2003: 249, 251).