Οικονομική ή Οικολογική Κρίση μέρος Γ: Αποανάπτυξη και Οικοκοινότητες |
24.10.13 | ||||||
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Unfollow, τεύχος 21 (Σεπτεμβρίου), και αποτελεί το δεύτερο μέρος του αφιερώματος με θέμα "Οικονομική ή Οικολογική Κρίση;". Το πρώτο μέρος, με αναφορά στα Μεταλλεία Χρυσού είναι δημοσιευμένο εδώ και το δεύτερο για τη γη και το νερό εδώ. Οικονομική ή Οικολογική Κρίση; Μέρος Γ'
Αποανάπτυξη και Οικοκοινότητες Στο τρίτο μέρος του αφιερώματος σχετικά με την προτεραιότητα προστασίας του περιβάλλοντος εν καιρό κρίσης θα αναφερθούμε στο συνολικό σκεπτικό και στις λύσεις που προτείνονται από πολίτες, θεωρητικούς και κινηματικές διαδικασίες που προκρίνουν μια συνολική οικολογική οπτική έναντι της οικονομικής. Στο θεωρητικό πλαίσιο θα μιλήσουμε για την αποανάπτυξη, και σε πρακτικό για τη δημιουργία οικοκοινοτήτων. Έχουμε δείξει ως τώρα δύο βασικά ζητήματα που θα καθοδηγήσουν το υπόλοιπο της ανάλυσής μας. Το ένα είναι ότι, με οικονομικούς όρους ιδωμένη, η εργαλειακή χρήση-υποβάθμιση του περιβάλλοντος με σκοπό το οικονομικό κέρδος είναι ασύμφορη οικονομικά. Επιπλέον, η υποβάμιση αυτή στην ουσία καταστρέφει το περιβάλλον, δηλαδή ρυπαίνει και εξαντλεί τη γη και το νερό (φυσικά μολύνει και τον αέρα), που είναι οι βασικοί πόροι παραγωγής. Κατά συνέπεια, σε προοπτική μακροχρόνιας ανάπτυξης είναι καταστροφική. Με άλλα λόγια, στο όχι και πολύ μακρινό μέλλον, η οικονομική κρίση που θα ακολουθήσει την οικολογική καταστροφή που συντελείται στο όνομα της “ανάπτυξης” και των θέσεων εργασίας θα είναι απλώς ανυπολόγιστη. Μάλιστα, εκτός από οικονομική, η μελλοντική κρίση θα είναι έντονα ανθρωπιστική, καθώς αυτό που θίγεται, το περιβάλλον δηλαδή, δεν είναι απλώς ένας οικονομικός πόρος αλλά ο ίδιος ο πόρος της ζωής. Αυτό που διακυβεύεται με άλλα λόγια είναι η ζωή και η επιβίωση των επόμενων γενεών! Το δεύτερο σημαντικό σημείο αναφοράς μας είναι η αλληλεξάρτηση. Κι εδώ δεν εννοούμε απλώς την αλληλεξάρτηση των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη αλλά τον ίδιο τον κύκλο της ζωής, δηλαδή την αδιάλειπτη αλληλουχία συμβάντων, πλασμάτων και συστατικών της Γης σε ένα ενιαίο “κονσέρτο”. Τη μουσική αρμονία φαίνεται να χαλάει ο άνθρωπος από τη στιγμή που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κονσέρτο κάνοντας ένα συνεχόμενο σόλο αγνοώντας τους υπόλοιπους μουσικούς. Με άλλα λόγια, η παραφωνία του ανθρώπου έγκειται στην αυτοθεώρησή του ως κάτι το ανώτερο από τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης, τα οποία μάλιστα επιδιώκει να υποτάξει σύμφωνα με τις μεγαλομανείς βλέψεις του. Πρόκειται για μία προφανή παραβίαση της αλυσίδας της ζωής αφού ένας κρίκος της αποφάσισε να αυτονομηθεί και να θέσει εαυτόν πάνω από όλους τους άλλους. Στο όλους τους άλλους περιλαμβάνονται και οι συνάνθρωποί του, και γι' αυτό η συνεχής υποβάθμιση του περιβάλλοντος πάει χέρι-χέρι με την εκμετάλλευση των ανθρώπων μεταξύ τους. Όπως είναι αναμενόμενο, στην κουβέντα περί κρίσης, οικονομίας και οικολογίας, κομβική είναι η έννοια της ανάπτυξης. Της ανάπτυξης όπως έχει αναχθεί σήμερα σε θέσφατο μέσα από την κυριάρχη ιδεολογική προσέγγιση – κυριάρχη όχι με όρους πλειονότητας αλλά με όρους επικυριαρχίας μέσω των μηχανισμών ιδεολογικής και κατασταλτικής επικράτησης. Η ανάπτυξη λοιπόν, όπως επικρατεί σήμερα ως ιδεολόγημα και πράκτική, αποτελεί το όχημα της κυριαρχίας της “ελεύθερης αγοράς” επί των ανθρωπίνων κοινωνιών, με άλλα λόγια της κυριαρχίας ολίγων επί των πολλών. Η ανάπτυξη νοείται ως μεγέθυνση και εξάπλωση και ταυτίζεται στην κυριάρχη προπαγανδιστική λογική με τις “θέσεις εργασίας”. Με όχημα την ανάπτυξη επιχειρείται η συνέχιση του μοντέλου που έχει ακολουθηθεί από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης ως σήμερα, δηλαδή της ρύπανσης και κατασπατάλησης των φυσικών πόρων ταυτόχρονα με την υποβάθμιση των ανθρωπίνων κοινωνιών, προκειμένου να συνεχιστεί η ίδια πορεία που έχει οδηγήσει στην πρωτοφανή οικονομική και οικολογική κρίση που βιώνουμε σήμερα. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης είναι η εντεινόμενη αστικοποίηση και η αναγωγή της οικονομίας σε πρωτεύον κριτήριο ευημερίας. Όχι της πραγματικής οικονομίας όμως, που θα απαιτούσε τη μέριμνα για τους πόρους και την εργατική δύναμη, αλλά μιας οικονομίας που εξαντλείται στο μαγείρεμα των αριθμών και την άνοδο των χρηματιστηρίων. Ενάντια σε αυτή ακριβώς τη λογική τοποθετείται το πρόταγμα της αποανάπτυξης. Η πρόταση της Αποανάπτυξης Η έννοια της αποανάπτυξης ως κριτική στην κυρίαρχη μορφή ανάπτυξης δεν είναι καινούρια: τη συναντούμε συγκροτημένα σε κείμενα ήδη από τη δεκαετία του 1970, ή και νωρίτερα ως λιγότερο συστηματοποιημένη κριτική. Ως όρος όμως εμφανίζεται τη δεκαετία του 2000 ως μετάφραση του decroissance/degrowth. Η απόδοση του όρου ως “απομεγέθυνση” θα ήταν και περιγραφικά και ακριβολογικά ορθότερη μιας και αυτό που περιγράφει δεν είναι η εναντίωση στην ανάπτυξη γενικά αλλά στον τρόπο που η ανάπτυξη ορίζεται σήμερα ως αύξηση μεγέθους και κλίμακας στην υπηρεσία ορισμένης αντίληψης οικονομικής προόδου των κοινωνιών. Τελικώς επελέγη και καθιερώθηκε ο όρος αποανάπτυξη ως μια “δήλωση” πολιτική, ως επιλογή που έχει σκοπό να στηλιτεύσει τη σύγχρονη χρήση του όρου “ανάπτυξη” από τους προπαγανδιστές της ελεύθερης αγοράς και την ταύτισή της με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές που την ορίζουν. Με αυτή την έννοια, η αποανάπτυξη χρησιμοποιείται ως ένας πολιτικός-ιδεολογικός όρος που προτάσσει μια διαφορετική από την κυρίαρχη λογική της ανάπτυξης-μεγέθυνσης. Η έννοια της αποανάπτυξης αντιτίθεται, πρώτα και κύρια, στην κυριαρχία της οικονομίας. Σύμφωνα με την κριτική της αποανάπτυξης, η οικονομία έχει λανθασμένα αναχθεί σε κυρίαρχο κριτήριο ευημερίας και προόδου. Μάλιστα, κάνοντάς το αυτό, χρησιμοποιεί μια φαύλη αντίληψη της οικονομίας που δεν επιμερίζει δίκαια τα κόστη-οφέλη και τελικώς βγάζει ψευδή συμπεράσματα περί οικονομικού οφέλους. Για παράδειγμα, όταν προσμετρώνται τα κέρδη μιας βιομηχανίας, ποτέ δεν επιμερίζονται σε αυτά τα περιβαλλοντικά κόστη. Αυτά έχουν μετατεθεί στις κοινωνίες μέσα από μολυσμένους ποταμούς, για παράδειγμα, όπου απορρίπτονται τα απόβλητα αντί να αναλαμβάνει η επιχείρηση την ασφαλή εναπόθεσή ή το φιλτράρισμά τους – διαδικασίες με μεγάλο κόστος φυσικά, αν και όταν μπορεί να υπάρξει ασφαλής εναπόθεση. Επιπρόσθετα, όπως τονίζουν οι υπέρμαχοι της αποανάπτυξης, η κυρίαρχη οικονομοκεντρική αντίληψη της ανάπτυξης δεν είναι καν ανθρωποκεντρική, δεν έχει δηλαδή ως μέριμνα την απόδοση ωφέλειας σε όλη την ανθρωπότητα. Η ανάπτυξη αποτιμά την οικονομική άνοδο μέσα από τα χρηματιστήρια και όχι την πραγματική οικονομία. Επιπρόσθετα, τα “δάνεια” αυτής της δραστηριότητας θα είναι αδύνατον να εξοφληθούν και η μη εξόφλησή τους θα είναι μια πολύ κρίσιμη υπόθεση για τις μελλοντικές γενιές. Αυτό επειδή, στην χρηματιστηριακή οικονομία δανείζεται κανείς χρήματα που χρωστά στον πιστωτή του. Στην πραγματική οικονομία και ζωή, όταν δανείζεται κανείς από τις επόμενες γενιές το νερό, την ατμόσφαιρά τους και τη γη τους, πως μπορεί αυτό το χρέος να ξεπληρωθεί; Φυσικά, ούτε το οικονομικό χρέος ξεπληρώνεται, απλώς χρησιμοποιείται σήμερα για μεγαλύτερη πολιτική-οικονομική υποδούλωση με σκοπό την περαιτέρω “ανάπτυξη”, τη συνέχιση δηλαδή του σημερινού φαύλου μοντέλου. Η μη αποπληρωμή όμως του δεύτερου χρέους δεν σημαίνει μια απλή οικονομική χρεοκοπία. Σημαίνει χρεοκοπία της μελλονικής ζωής και ύπαρξης. Το... “οικονομίζειν” γύρω από τη φύση, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από το εμπόριο ρύπων, τα δικαιώματα νερού κλπ, έχει προταθεί και εφαρμόζεται ως μια εξορθολογιστική πρόταση που αγκαλιάζει τις οικολογικές ανησχίες. Δεν είναι όμως παρά μια στρέβλωση που εξακολουθεί να έχει την οικονομία στο επίκεντρο, όπως υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της αποανάπτυξης. Στρέβλωση καθώς δεν επιλύει κανένα πρόβλημα στην πραγματικότητα καθώς επιτρέπει τη συνέχιση της βιομηχανικής δραστηριότητας παγκοσμίως. Και γιατί αυτό είναι πρόβλημα; Μα επειδή, η φύση έχει τα όριά της. Μπορεί κανείς να φανταστεί το δυτικό το μοντέλο ζωής και “ανάπτυξης” να εφαρμόζεται από το σύνολο του πληθυσμού της Γης; Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον καθώς θα απαιτούνται περίπου 5-9 πλανήτες σαν τη Γη για να καλυφθούν αυτού του τύπου οι ανάγκες του σημερινού πληθυσμού της. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι το σημερινό μοντέλο “ανάπτυξης” έχει ολιγαρχικά χαρακτηριστικά: απομυζεί τη φύση και τον άνθρωπο χάριν του πλουτισμού και του ρυπογόνου τρόπου ζωής μιας ισχνής μειονότητας του πληθυσμού της: το 1% του πλανήτη κατέχει το 37% του παγκόσμιου πλούτου. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της αποανάπτυξης. Ως πρόταγμα η αποανάπτυξη, αν και ακούγεται ή συχνά παραφράζεται ως τάση μη ανάπτυξης, στην πραγματικότητα προτείνει μια άλλη ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή επιδιώκει φυσικά μια απομεγέθυνση και φυσικά θέτει τη φύση σε προτεραιότητα, αντιλαμβανόμενη φυσικά και τον άνθρωπο ως συστατικό της κομμάτι. Με σύμμαχο και όχι αντίπαλο την τεχνολογία, οι κοινωνίες μπορούν να παράγουν όσα χρειάζονται σε τοπική κλίμακα, απορρίπτοντας τις επίπλαστες ανάγκες. Το κυριότερο όμως για να κατανοήσουμε την αποανάπτυξη είναι το πολιτικό της πρόταγμα. Η αποανάπτυξη επιδιώκει αλλαγή του μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης, με έμφαση στη δημοκρατία, τη λήψη αποφάσεων από τα κάτω, την αυτοοργάνωση και τη συνεργασία. Ήδη η έμφαση στη συνεργασία αντί της ανταγωνιστικότητας είναι μια ποιοτική μετατόπιση βάρους σε επίπεδο πολιτικής. Η μετάβαση σε μικρότερες κοινωνίες όπου η κατανάλωση θα έχει αντικατασταθεί από την ικανοποίηση των μετριασμένων αναγκών συνάδει απόλυτα με το πολιτικό πρόταγμα της αποανάπτυξης αφού και τα δύο απαιτούν μικρότερης κλίμακας τοπικές διαρθρώσεις. Αυτό έχει αλλιώς εκφραστεί και ως αίτημα για τοπικοποίηση. Ταυτόχρονα, το πολιτικό πρόταγμα της δημοκρατίας και της συνεργατικότητας αποκλείει από το πλαίσιο της αποανάπτυξης τυχόν αντιδραστικές αυταρχικές λύσεις υπέρ του περιβάλλοντος ή λογικές φυσιολατρικού απομονωτισμού. Η οικολογία δεν είναι κάτι που υπερέχει έναντι όλων των άλλων αξιών για την αποανάπτυξη. Η αποανάπτυξη μέσα απ' τα κινήματα Αν και η θεωρητική καταξίωση της αποανάπτυξης δεν μετρά πάνω από δέκα χρόνια, έχει καταφέρει να καθιερωθεί πολύ σύντομα στην επιστημονική συζήτηση μέσα από περιοδικά, συνέδρια κλπ. Σε αυτό έχει συμβάλει πλήθος διανοητών που θέτουν ως κομβικό σημείο στις κουβέντες τους την ανάπτυξη οικοκοινοτήτων, την καλλιέργεια της γης χωρίς χημικά σκευάσματα (όπως ο Serge Latouche, ο Raul Vaneigem και άλλοι). Όμως, και αυτό είναι το σημαντικότερο όλων, όλες αυτές οι θεωρητικές συζητήσεις δεν προηγήθηκαν αλλά ακολούθησαν μια αντίστοιχη κινηματική διαδικασία η οποία είναι σε εξέλιξη εδώ και πολλά χρόνια. Αυτός είναι και ο λόγος που βρήκαν εύφορο έδαφος για να αναπτυχθούν. Τα κινήματα της αποανάπτυξης, οι πρωτοβουλίες πολιτών δηλαδή που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προβάλουν μια διαφορετική προοπτική ανάπτυξης, είναι ποικίλα: άλλα είναι ρεφορμιστικά ενώ άλλα απαιτούν την πλήρη μεταστροφή του κυρίαρχου μοντέλου. Εν συντομία, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τα κινήματα αυτά σε μονοθεματικά και μη. Στα μονοθεματικά κινήματα εντάσσονται οι γνωστές μας πρωτοβουλίες όπως τα δίκτυα ανταλλαγών, οι τράπεζες χρόνου, οι τράπεζες σπόρων, τα χαριστικά παζάρια κοκ. Αν και στην Ελλάδα οι πρωτοβουλίες αυτές άνθησαν μέσα στην κρίση, σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν κομμάτι του αντικαπιταλιστικού κινήματος ήδη από τη δεκαετία του '70, με αυξανόμενη ένταση φυσικά καθώς το οικολογικό ζήτημα προβάλει ολοένα και πιο επιτακτικά. Στα μη μονοθεματικά κινήματα εντάσσονται οι οικοκοινότητες. Οι οικοκοινότητες προβάλλουν ένα συνολικό πρόταγμα για την κοινωνική οργάνωση βασισμένο στην ήπια γεωργία με έμφαση στην αυτοκαλλιέργεια και αυτάρκεια της κοινότητας και ένα μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης βασισμένο στη συναίνεση. Στην Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί πολλές οικοκοινότητες, μικρής κλίμακας κατά κύριο λόγο, οι περισσότερες “άτυπες” και λιγότερες που προβάλλουν τη δράση και το σκεπτικό τους μέσα από ιστοσελίδες και δράστηριότητες. Ανεξάρτητα από αυτή τους την επιλογή, οι ομάδες αυτές είναι συχνά ενεργά συνδεδεμένες με τον κοινωνικο ιστό της πόλης ή του χωριού καθώς κατανοούν πως η απομόνωσή τους δεν έχει κάτι να προσφέρει στο πρόταγμα της κοινωνικής εξέλιξης που επιθυμούν, προς την πολιτική ανατροπή. Από όλες τις σχετικές πρωτοβουλίες θα αναφερθώ ειδικά σε μία, στην γνωστή σε όλους μας ομάδα του ΠΕΛΙΤΙ, μια ομάδα που έχει εστιάσει τις δυνάμεις της στη συλλογή, διατήρηση και αντάλλαγη παραδοσιακών σπόρων. Με δεδομένες τις παγκόσμιες προσπάθειες ελέγχου της παραγωγής μέσω των σπόρων, και δεδομένης της εξαφάνισης ως σήμερα του 70% των παραδοσιακών ποικιλιών σπόρων, η πρωτοβουλία αυτή είναι από τις σημαντικότερες. Μάλιστα, ομάδες “Πελίτι” έχουν εξαπλωθεί σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ενώ σήμερα σχεδόν όλες οι οικοκοινότητες και ομάδες ανθρώπων που συναντιούνται μέσα από την καλλιέργεια της γης διατηρούν φυτώρια παραδοσιακών σπόρων. Πρόκειται για ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα αποανάπτυξης στο βαθμό που έχει ξεφύγει από τους αρχικούς συντελεστές και έχει αγκαλιαστεί από πληθώρα ατόμων και κινημάτων με τρόπο πλέον ανεξέλεγκτο. Κι αυτό είναι ένα ζητούμενο για την αποανάπτυξη: η αποκέντρωση των πρωτοβουλιών και η έλλειψη κεντρικού ελέγχου. Κριτική στα κινήματα αποανάπτυξης Η κριτική που έχει ασκηθεί στην αποανάπτυξη ποικίλει ανάλογα με τον φορέα της. Για παράδειγμα, οι υπέρμαχοι του υφιστάμενου μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης κατηγορούν την αποανάπτυξη για ενδεχόμενη απώλεια θέσεων εργασίας. Φυσικά πρόκειται περί στοχευμένης συκοφαντίας, που όμως έχει συνέπειες στις τοπικές κοινωνίες όπου οι υπέρμαχοι μιας “επένδυσης” κατηγορούν όσους εναντιώνονται για την ανεργία τους! Επί του παρόντος, θα σταθώ μόνο σε δύο σημεία αυτής της κριτικής που προέρχονται όχι από τη μεριά των υπέρμαχων αλλά από τη μεριά όσων εναντιώνονται στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αφενός, ακούγεται συχνά η άποψη ότι, “Μα, πίσω θα πάμε;”, όπου αντιμετωπίζονται οι προτάσεις της αποανάπτυξης ως προτάσεις οπισθοδρόμησης σε σχέση με το σήμερα. Είναι μια συνηθισμένη αντίληψη της πραγματικότητας που έχει διαποτιστεί από την κυρίαρχη άποψη που ταυτίζει τη σημερινή ανάπτυξη με την πρόοδο και την εξέλιξη. Αυτή η άποψη αδυνατεί να αποδεσμευτεί από την αστικοποιημένη καθημερινότητα όπου το νερό, για παράδειγμα, φτάνει στη βρύση σου “καθαρό”/χλωριομένο ή ζεστό, χωρίς να αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό για τα οικοσυστήματα γύρω από τις πηγές που στερεύουν ή μολύνονται. Η ευκολία και η πολυτέλεια της εύκολης πρόσβασης στα αγαθά δεν αντιμετωπίζεται πια με καχυποψία, κιας αρέσκονται να επαναλαμβάνουν όλοι βαρύγδουπα ρητά του τύπου “Τα αγαθά κόποις κτώνται”. Τα φτηνιάρικα πλαστικά μιας χρήσης που όλοι καταναλώνουν γιατί “Έλα μωρέ, αν χαλάσει δεν πειράζει, μόνο 3, 5, 10 ευρώ έκανε” έχει γίνει κλισέ που ξεχνά πως αυτό το φτηνιάρικο πλαστικό είναι ένα ακόμα σκουπίδι που δεν θα αποσυντεθεί ποτέ. Αυτή η ευκολία ίσως να θεωρείται από πολλούς πρόοδος, αλλά τη φύση δεν τη ρώτησε κανένας. Ούτε τις επόμενες γενιές. Αφετέρου, διατυπώνεται η κριτική προς όσους απομακρύνονται από τις πόλεις για τη δημιουργία οικοκοινότητας περί “αναχωρητισμού”. Ως αναχωρητισμός εννοείται η απομάκρυνση από τα προβλήματα και η ιδιώτευση προκειμένου κάποιος να περάσει καλά αδιαφορώντας για το σύνολο. Αυτή η κριτική δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Καταρχάς, θα πρέπει κανείς να αποδείξει πως ο αναχωρητισμός και η ιδιώτευση υπάρχουν πράγματι σε τέτοιες πρωτοβουλίες σε αντίθεση με την μη-πρωτοβουλία παραμονής στην πόλη. Στο διαμέρισμά του δεν μπορεί να ιδιωτεύει κανείς; Κατά δεύτερον, αυτό που αγνοεί κανείς είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες παρέες ή ομάδες δημιουργούν κάτι εναλλακτικό, δηλαδή ενεργούν προς αυτό που πιστεύουν, και το κάνουν συλλογικά. Η συλλογικότητα και η δραστηριοποίηση δεν είναι η βάση κάθε ανατροπής; Τρίτον, η συνηθέστερη περίπτωση τέτοιων ομάδων είναι η ενεργός τους συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα της πιο κοντινής τους πόλης, η δικτύωση με άλλους ανθρώπους, η επιδίωξη επικοινωνίας και συνεργασίας. Και αυτό το έχω δει προσωπικά να συμβαίνει ακόμη και με ομάδες που έχουν επιλέξει χαρακτηριστικά πρωτογονισμού, δηλαδή να ζουν σε καλύβες που έχουν φτιάξει οι ίδιοι, χωρίς ρεύμα κλπ. Με άλλα λόγια, ο αναχωρητισμός είναι μια στάση που μπορεί να έχει κανείς οπουδήποτε κι αν μένει, και εξαρτάται από το τι πιστεύει και τι πράττει – αν πράττει βασικά! Στην πιο ακραία περίπτωση κριτικής εναντίον κάποιου για αναχωρητισμό “κατηγορήθηκε” από διάφορους υπέρμαχους της ανατροπής του καπιταλισμού ο Χρόνης Μίσσιος. Ας παραβλέψουμε προς στιγμήν την αξία της προβολής μιας πρότασης αποανάπτυξης μέσω της υλοποίησής της, όπως έκανε ο Μίσσιος. Η πραγματικότητα παραμένει: το να κριτικάρεται ο Μίσσιος για αναχωρητισμό επειδή στα 60 του χρόνια αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική, αφού την υπηρέτησε με κάθε τρόπο από τα 17 του χρόνια με φυλακίσεις, βασανιστήρια και εξορίες και αφού διαψεύστηκε από τη συμμετοχή του στην θεσμική πολιτική της Ελλάδας μετά την μεταπολίτευση, παραμένοντας όμως ένα ζωντανό κομμάτι έμπνευσης για όλες τις γενιές με τις οποίες συνέχισε να επικοινωνεί μέσω των βιβλίων του, δείχνει αν μη τι άλλο το πόσο έχει εμποτίσει ο καταναλωτισμός και ο καπιταλισμός τις συνειδήσεις των ανθρώπων, ακόμη και όσων τον αντιστρατεύονται. Κι αυτός είναι ο πιο δύσκολος δρόμος για την αποανάπτυξη, ή την όποια άλλη έννοια ανατροπής. Καταλληλότερος όμως επίλογος σε αυτό το άρθρο, σε αυτό το αφιέρωμα που κλείνει σήμερα, από τον Χρόνη Μίσσιο, δεν μπορεί να υπάρξει. Ο Μίσσιος μας προέτρεπε όλους “να ξαναεποικήσουμε τη γη”, να γυρίσουμε στην ύπαιθρο που έχει εσκεμένως ερημωθεί μέσω της αστικοποίησης για να την υπερασπιστούμε, για να υπερασπιστούμε τη ζωή μας. Διότι τη γη και τα νερά επιφθαλμιούν σήμερα οι πλιατσικολόγοι της “ανάπτυξης” στις Σκουριές, στην Κερατέα, στο Αποπηγάδι, παντού. Κι αν δεν είμαστε εκεί, ποιος θα τα υπερασπιστεί;
Powered by !JoomlaComment 3.25
3.25 Copyright (C) 2007 Alain Georgette / Copyright (C) 2006 Frantisek Hliva. All rights reserved." |