HomeΓια ΜέναΔημοσιεύσειςΔιάχυση ΓνώσηςΔημοσιογραφίαΦωτογραφίεςΝτοκιμαντέρΕπικοινωνία
Home arrow Δημοσιογραφία arrow Αναλύσεις arrow ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΕ (1): Φασισμός, θεωρία και πράξη
PDF Εκτύπωση E-mail

21.02.2019

 

Με αφορμή τη ρητορική των τελευταίων μηνών που θέλει τους συμμετέχοντες στα συλλαλητήρια να είναι φασίστες, και τους διαφωνούντες με τη συνθήκη εθνικιστές ή... μη σκεπτόμενους, θα εξετάσουμε κριτικά αυτές τις θέσεις, ορίζοντας ταυτόχρονα τις έννοιες. Στο πρώτο αυτό μέρος θα ορίσουμε τον φασισμό.

 

 


ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΕ (Μέρος 1ο)

 Φασισμός, θεωρία και πράξη 


Τους τελευταίους μήνες παρατηρείται ξανά έντονη πόλωση στο πολιτικό σκηνικό αναφορικά με τα εθνικά θέματα που ανακινεί η κυβέρνηση, και ειδικότερα με αφορμή το "Μακεδονικό". Από τη μία, οι αντιδρώντες στη Συμφωνία των Πρεσπών χαρακτηρίζονται συλλήβδην «φασίστες», «ακροδεξιοί», «σκοταδιστές» ή «χρυσαυγίτες», ήmakedoniaarkoudes.jpg στην πιο ήπια περίπτωση «εθνικιστές», κι από την άλλη όποιος "σύντροφος" εκφράσει κάποια αντίρρηση προς αυτό, κατηγορείται για τον "ξεπεσμό" του που «πέρασε στην αντίπερα όχθη». Οι χαρακτηρισμοί έρχονται εν προκειμένω από τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ και μέλη του, από μέρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οργανωμένων ή ανένταχτων, και το σύνολο των αντιεξουσιαστών/αναρχικών ομάδων, οι οποίοι αντιπροτείνουν, οι μεν της κυβέρνησης ότι προχωράμε σε υπεύθυνη λύση του προβλήματος κερδίζοντας έναν καλό γείτονα, οι δε ότι «Η Μακεδονία ανήκει στις αρκούδες της [και το Αιγαίο στα ψάρια του]».

 

Η αδυναμία των παραπάνω να συζητήσουν επί της ουσίας το θέμα ή συγκεκριμένα τη συμφωνία που επέβαλαν και στις δύο χώρες ξένοι συνασπισμοί εξουσίας (οι ίδιοι που διέλυσαν την Γιουγκοσλαβία) είναι από μόνη της προβληματική. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι να κυριαρχήσει η πόλωση και η μισαλλοδοξία. Έτσι, η διοργάνωση των συλλαλητηρίων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για το "Μακεδονικό" πραγματοποιήθηκε από εθνικιστικές ομάδες, προβάλλοντας αντίστοιχα πολωτικά συνθήματα, όπως το «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική». Μάλιστα, στο συλλαλητήριο της Αθήνας εμφανίστηκε σύσσωμη η ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Να σημειωθεί εδώ ότι η νεο-ναζιστική Χρυσή Αυγή, μια οργάνωση στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων από το '80 που ιδρύθηκε, εισήλθε ξαφνικά στο κοινοβούλιο το 2012 ύστερα από ενορχηστρωμένη προώθησή της από τα συστημικά ΜΜΕ προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως δεκανίκι της εξουσίας (περισσότερα γι' αυτό στη συνέχεια του άρθρου). Συνέπεια τούτου, αν και οι διοργανωτές των συλλαλητηρίων αρνήθηκαν κατηγορηματικά όποια σχέση με τους φασίστες, η φραστική αντεπίθεση ενάντια στον αντιφασιστικό χώρο περιείχε τους χαρακτηρισμούς «εθνομηδενιστές», «εθνοπροδότες», «κομμούνια» κλπ.

 

Το ενδιαφέρον μου σε αυτή την ανάλυση που θα επιχειρήσω εστιάζει στα εξής. Πρώτον, η ενοποίηση από μεριάς των αριστερών/αντιεξουσιαστικών ομάδων όλων των Άλλων ως «φασιστών», πέρα από αναληθής, στην ουσία μπορεί να χαρίσει πόντους στη Χρυσή Αυγή. Πρόκειται για πρωτοφανή "υπηρεσία" που προσφέρεται στο νεο-ναζιστικό μόρφωμα, αυτή τη φορά όχι από τους φυσικούς του συμμάχους (ΜΜΕ και κράτος) αλλά από τους φυσικούς αντιπάλους του. Διότι, όταν υποδεικνύεις στον αντιδρώντα στη Συμφωνία των Πρεσπών ότι «αυτά λένε και οι φασίστες», στο τέλος ίσως αναρωτηθεί: «μήπως καλά τα λένε οι φασίστες τελικά»; Επίσης, αφήνεις το πεδίο εντελώς ελεύθερο στη διαμόρφωση λόγου και συνθηματολογίας από τους ακραίους: τα κείμενα και τα συνθήματα διαμορφώνονται από όσους συμμετέχουν.

 

Το να αποκαλεί κανείς φασίστες όσους κατέβηκαν στο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό, δηλαδή να λες ότι στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που υποστηρίζουν φασισμό και άκρα δεξιά, απαιτεί μεγάλη φαντασία, νοσηρή φαντασία μάλιστα δεδομένων των syllalitirio_makedonia_5.jpgαυτοεκπληρούμενων προφητειών που πάντα ελλοχεύουν. Αφενός, στις διαδηλώσεις, πέραν κάποιων γραφικών με περικεφαλαίες (μεμονωμένα περιστατικά που υπερπροβλήθηκαν), των νεο-ναζί της Χρυσής και προφανώς αδιασαφήνιστου αριθμού φασιστών, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις συντηρητικών, κεντρώων, πατριωτών, πολλών εθνικιστών, που σίγουρα δεν μπορεί κανείς να αποκαλέσει συλλήβδην φασίστες. Ούτε καν τους εθνικιστές δεν μπορούμε να αποκαλούμε φασίστες (ας μην χάνουν οι έννοιες το νόημά τους, για κάποιο λόγο υπάρχουν ξεχωριστές λέξεις για να περιγράψουν τα πράγματα), κι ας διατείνονται οι φασίστες ότι δήθεν είναι απλώς εθνικιστές. Τέλος, ο ίδιος ο αριθμός όσων διαφωνούν με τη Συμφωνία των Πρεσπών αποκλείει αυτόν τον ακραίο χαρακτηρισμό: όταν στην Αθήνα συμμετείχαν στα συλλαλητήρια περίπου 400-600.000 άνθρωποι, καταλαβαίνει κανείς ότι διαφωνούντες που δεν διαδήλωσαν είναι τουλάχιστον τριπλάσιοι. Και το γεγονός ότι αρκετοί αριστεροί και αντιεξουσιαστές αποδέχτηκαν ως βάσιμες τις ανακοινώσεις της αστυνομίας σχετικά με τον όγκο των διαδηλωτών θα πρέπει να προβληματίσει πολύ σοβαρά τους ίδιους: γνωρίζουμε όλοι τι σημαίνει μια πυκνά γεμάτη πλατεία Συντάγματος, Αμαλίας και Β. Σοφίας! Δεν μπορεί καμία σοβαρή πολιτική ανάλυση να υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα υφίσταται ένας τέτοιος υπέρογκος αριθμός φασιστών. Ο αναγωγισμός όσων υποστηρίζουν ότι, κι αν δεν είναι φασίστες θα γίνουν («οι μικροαστοί στήριξαν πάντα τον φασισμό) είναι άλλη μια επικίνδυνη στάση που σπρώχνει κόσμο στην αυτοεκπλήρωση της "προφητείας", χωρίς καν να βλέπουν τις ευθύνες τους. Άλλωστε, είναι γεγονός ότι ο φασισμός πέρασε στις ευρύτερες μάζες τότε όταν οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις το επέτρεψαν δια της απουσίας τους ή δια της απογοήτευσης που προκάλεσαν.

 

Δεύτερον, και τελευταίο σε αυτή την περίληψη, η αμετροέπεια της πόλωσης αυτής από μεριάς αριστερών/αντιεξουσιαστών ξεπέρασε κάθε φαντασία εφαρμόζοντας την ίδια λογική και ρητορική για τις καταλήψεις των μαθητών. Είναι ασύλληπτο να αποκαλείς ένα παιδί 13-18 χρονών φασίστα επειδή στοmathitesmakedonia.jpg σχολείο του αποφάσισαν να συμμετάσχουν σε αυτό το δήθεν αυθόρμητο μαθητικό κάλεσμα. Είναι γνωστό ότι πολλοί λόγοι συμβάλλουν σε μια τέτοια συλλογική απόφαση. Άλλοι συμφωνούν ότι πρέπει να αντιδράσουν, άλλοι θέλουν να χάσουν μάθημα, άλλοι καθοδηγήθηκαν από το περιβάλλον τους, άλλοι έχουν πράγματι γονείς φασίστες. Αλλά να αποκαλείς ένα παιδί, δηλαδή κάποιον που είναι εξ' ορισμού υπό διαμόρφωση, με έναν τόσο ακραίο πολιτικό χαρακτηρισμό; Εδώ οι μεγάλοι αλλάζουμε και διαμορφωνόμαστε συνεχώς στη ζωή μας, πόσο μάλλον ένα παιδί. Τέτοιοι χαρακτηρισμοί και συμπεριφορές προς εφήβους είναι πολλαπλώς εγκληματική διότι, αφενός διδάσκει το παιδί πως οι φασίστες υπερασπίζονται τη χώρα του(!), αφετέρου, μπορεί να το σπρώξει προς το φασισμό λόγω αντίδρασης: είναι προφανής η τάση πολλών ανθρώπων, ειδικά εφήβων, να απαντούν στην κατηγόρια με την επιβεβαίωσή της: «Ναι ρε, φασίστας είμαι, τι θες;».

 

Σε σχολείο μαθητών είδαμε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο σύνθημα: Η Δημοκρατία Πούλησε τη katalipsi.jpgΜακεδονία. Επικίνδυνο επειδή, μεταξύ άλλων, χρεώνει στη δημοκρατία κάτι ενώ αυτή ήταν απούσα! Επειδή αυτοί που, αν το θες, πούλησαν τη Μακεδονία είναι οι ίδιοι που πούλησαν πρώτα τη Δημοκρατία. Ίσως με έναν μικρό διάλογο να το καταλάβαινε αυτό η πλειονότητα των παιδιών στα οποία προωθήθηκε αυτό το σύνθημα - είναι προφανές ότι δεν το σκέφτηκαν μόνα τους. Ίσως πάλι όχι. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα το μάθουμε ποτέ αν ο ίδιος ο διάλογος απουσιάζει, αν ισχύ έχουν μόνο τα συνθήματα που καταδικάζουν τους φασίστες και υπόσχονται κρεμάλες...


Θα πρέπει όμως να ορίσουμε τις έννοιες καθώς φαίνεται πως συχνά χρησιμοποιούνται με άλλη έννοια από αυτήν που έχουν. Και θα ξεκινήσουμε με τον φασισμό. Να πω εδώ πως, αν και ξεκίνησα να γράψω ένα απλό άρθρο, κατέληξα σε μια πληρέστερη (όσο το δυνατόν) χαρτογράφηση του φασισμού προκειμένου να γίνει ξεκάθαρη η διαφορά ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη, αναφέροντας χρήσιμα ιστορικά παραδείγματα.

 


Να διευκρινίσω μόνο τα θέματα ορολογίας:

  • - Θα χρησιμοποιήσω τον όρο αντιφασίστες αντί να γράφω «αριστερούς/αντιεξουσιαστές που ταυτίζουν εθνικιστές, φασίστες και πατριώτες», διότι δεν συμφωνούν όλοι οι αριστεροί ή αντιεξουσιαστές με αυτή τη ρητορική, αλλά υπάρχουν ίσως και κάποιοι που συμφωνούν χωρίς να ανήκουν πολιτικά σε αυτές τις πολιτικές κατηγοριοποιήσεις. Με τον όρο αυτόν (με πλάγια γράμματα) σε αυτό το άρθρο θα αναφέρομαι συγκεκριμένα σε όσους κάνουν την παραπάνω ταύτιση, και μόνο, και όχι στο σύνολο των πολιτικών υποκειμένων που έχουν αντιφασιστική δράση ή λόγο.

  • - Θα χρησιμοποιήσω τον όρο διαφωνούντες για όσους δεν συμφωνούν με τη συμφωνία των Πρεσπών, είτε το κάνουν για πατριωτικούς, είτε για αντι-ιμπεριαλιστικούς, είτε για εθνικιστικούς λόγους.

  • - Στους αντιφασίστες δεν συμπεριλαμβάνω τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του: θεωρώ τραγελαφικό να κατατάξω το κόμμα που υλοποιεί τις βίαιες για τον λαό εντολές μιας φασιστικής υπερεθνικής ολιγαρχίας σε όσους μάχονται τον φασισμό.




Τι Είναι Φασισμός: από τη θεωρία στην πράξη

 

 

Η απόπειρα να ορίσουμε τον φασισμό είναι αρκετά απαιτητική. Η πολυπλοκότητα αυτή οφείλεται στη μεγάλη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στο τι πρεσβεύει ο φασισμός και τι πραγματικά είναι. Ιστορικά, ο όρος φασισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία στις αρχές του 20ου αιώνα, και εφαρμόστηκε από τον Μουσολίνι που ίδρυσε το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα το 1921. Οι βασικές του αρχές ήταν η Επανόρθωση της Ιταλίας στην πρότερη αξία της, η υπεροχή του συνόλου έναντι του ατόμου (έθνος, κοινωνία), η ιεραρχία και η πειθαρχία. Η αυταρχική επιβολή και η άσκηση βίας ως προνόμιο της εξουσίας ήταν οι βασικές μέθοδοι εφαρμογής του προγράμματός του, που τελικά έφτασε ως τον πόλεμο. Θεωρητικά, διαφέρει από τον Ναζισμό του Χίτλερ, ως προς την κλιμάκωση της βίας και την ακρότητα των απόψεων, αλλά και της προσθήκης του ρατσισμού. Ο Ναζισμός πρέσβευε την ανωτερότητα και καθαρότητα της Άριας φυλής, καθαρότητα που για να εξασφαλίσει το καθεστώς του Χίτλερ προχώρησε σε μαζικές εκκαθαρίσεις Εβραίων, κατά κύριο λόγο, αλλά και κάθε διαφορετικού, αδύναμου ή αντιφρονούντα Γερμανού (Ρομά, ομοφυλόφιλους, αριστερούς, ανάπηρους, κλπ). Το φυλετικό στοιχείο υπερτερούσε ως κριτήριο έναντι του εθνικού. Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο Ναζισμός εχθρευόταν τη δημοκρατία, τον κομμουνισμό, τον φιλελευθερισμό, τον διαφωτισμό. Λόγω της συμμαχίας Μουσολίνι και Χίτλερ και του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οι δύο έννοιες έχουν (ορθώς) ταυτιστεί.

 

Με άλλα λόγια, ως φασισμό ορίζουμε την πολιτική τάση που πρεσβεύει την απόλυτη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια ενός αρχηγού, την ανωτερότητα της ομάδας γενικώς, και του έθνους ή της φυλής ειδικότερα, τον σοβινισμό-επεκτατισμό, άρα και μιλιταρισμό (κοινωνικά αυτό μεταφράζεται σε τάξη και πειθαρχία), τη δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, και το μανιχαϊσμό (άσπρο-μαύρο, όποιος δεν είναι με μας είναι εναντίον μας). Πολιτικά εκφράζεται με τη βία, την οργάνωση παραστρατιωτικών ομάδων που λειτουργούν μέσα στην κοινωνία, κοινωνικά με τον θαυμασμό στη δύναμη και την περιφρόνηση αντίστοιχα των αδύναμων, τον αυστηρά καθορισμένο ρόλο των φύλων με τον άνδρα/δυνατό στον ρόλο του οικογενειακού αρχηγού, και φυσικά με τον ρατσισμό.


Ορίσαμε λοιπόν τον φασισμό. Θεωρητικώς μόνο. Διότι, αφού πρόκειται για ένα κίνημα που πήρε την εξουσία στην τόσο πρόσφατη ιστορία μας, θα πρέπει να δούμε πως θα ορίσουμε τον φασισμό στην πράξη, δηλαδή τι πρέσβευαν και τι εφάρμοσαν οι εμπνευστές και πρεσβευτές του. Κι εδώ το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον.

Ο φασισμός, τόσο στην ιταλική όσο και στη γερμανική κοινωνία, υιοθέτησε μια ιδιαίτερα φιλολαϊκή και φιλεργατική ρητορική, χρησιμοποιώντας μάλιστα με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τις αρχές της προπαγάνδας για να εμπνεύσει τα πλήθη. Η μαζική κινητοποίηση είναι αναγκαία για να υπάρξει ο στρατιωτικός μηχανισμός που θα υλοποιήσει τον επεκτατισμό, ή ο παραστρατιωτικός μηχανισμός που θα πνίξει βίαια κάθε αντίσταση εντός των τειχών, και γι' αυτό απαιτείται λαϊκή συμμετοχή ή ανοχή ή βίαιη καταστολή. Βεβαίως, η οργανωμένη εργατική τάξη έβλεπε τις επιθέσεις των φασιστών εναντίον της από νωρίς. Για παράδειγμα, στην Ιταλία ήδη από το 1919 οι φασιστικές συμμορίες εδραίωναν την τρομοκρατική τους δράση με επιθέσεις κατά συνδικαλιστικών οργανώσεων, δολοφονίες πρωτοπόρων εργατών κλπ. Ταυτόχρονα όμως καταγγέλλονταν οι πλούσιοι από τον Μουσολίνι (πρώην μέλος του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος) που στελέχωσε το φασιστικό του κόμμα κυρίως με δυσαρεστημένους στρατιωτικούς. Το φιλεργατικό προφίλ και η μέριμνα για την ευημερία του "ενιαίου έθνους" ήταν προφανώς ένα προπαγανδιστικό τρικ.

Ο Χίτλερ, πάλι, απευθυνόμενος σε πολίτες απογοητευμένους πολιτικά, άνεργους (30% η ανεργία, έφτανε και το 45% ανά κλάδο) και υφιστάμενους βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση, που ένιωθαν ταπεινωμένοι από την ήττα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, μπόρεσε εύκολα να εκμεταλλευτεί την αποτυχία του κυβερνώντος σοσιαλιστικού κόμματος. Μέχρι να πάρει την εξουσία, κατάφερε να προσηλυτίσει μέρος των εργατών μέσω της δράσης της παραστρατιωτικής οργάνωσης SA υπό την καθοδήγηση του αρχηγού της Ένεστ Ρεμ, που επιτίθονταν και ξυλοκοπούσαν επιχειρηματίες και απεργοσπάστες, παρά το αντικομμουνιστικό μένος τους. Ο φασιστικός λόγος κολάκευε τις μάζες, ανόρθωνε το ανάστημα και υποσχόταν την αποκατάσταση του εθνικού μεγαλείου που οι κακοί/Άλλοι του είχαν στερήσει, κι έτσι η προπαγάνδα στηρίχτηκε σε ένα υπερ-ταξικό φαντασιακό: κυριαρχία του γερμανικού έθνους, υπεροχή της Άριας φυλής. Όμως, οι συγκρούσεις οργανωμένων εργατών με παραστρατιωτικές ναζιστικές ομάδες δημιουργούσαν τρόμο στον ίδιο το λαό που υποτίθεται πως οι ηγέτες του θα υπηρετούσαν. Η ασυδοσία και η βία κυριάρχησαν αμέσως αφότου ο Χίτλερ πήρε την εξουσία το 1933.

 

Στην πραγματικότητα, η επιδίωξη των φασιστών δεν ήταν παρά η απόλυτη εξουσία, δηλαδή όχι απλώς να βρεθούν στην κορυφή της διακυβέρνησης της χώρας τους αλλά και να την ασκήσουν κατά το δοκούν, χωρίς καμία δέσμευση και περιορισμό, δηλαδή αυθαίρετα. Η επίκλησή τους σε κάποιες αρχές και ιδεολογίες δεν ήταν παρά ένα μέσο για να επιτύχουν τον σκοπό, τουλάχιστον για όσους συμμετείχαν στα κέντρα αποφάσεων και οικονομικής στήριξης. Ή, κατά μία άλλη ανάγνωση, οι αρχές και ιδεολογίες υπήρχαν αλλά εύκολα παρακάμπτονταν εάν κρινόταν συμφέρον για την κατάκτηση της εξουσίας. Το γεγονός ότι η επίκληση αυτή συχνά περιλάμβανε το έθνος και τον αντισημιτισμό σχετίζεται με δύο πράγματα. Πρώτον, το έθνος αποτελεί την κυρίαρχη ομάδα και ταυτότητα εντός των "τειχών" (του κράτους εν προκειμένω), και η υπεράσπισή της συγκινεί και κινητοποιεί έντονα τα μέλη της. Ο ρατσισμός, από την άλλη, αν και δεν αναγνωρίζεται ως θετική αρχή ευρέως, εντούτοις κινητοποιεί τα κατώτερα ένστικτα που ενυπάρχουν στον άνθρωπο και απελευθερώνει την επιθετικότητα μέσω της υποτίμησης του εχθρού. Έτσι, με τη βοήθεια της προπαγάνδας, οι μάζες γίνονται τα αποτελεσματικότερα όπλα στα χέρια αδίστακτων αρχηγών.

Ο φασισμός, με άλλα λόγια, χρησιμοποιεί υποκριτικά κάθε μέσο που μπορεί να τον φέρει στον στόχο του: την εξουσία - ή την υπεράσπισή της. Ο φασισμός, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, είναι το παρακράτος.

 


Στη συνέχεια θα δούμε μερικά παραδείγματα από την ιστορία του Χίτλερ ενδεικτικά του ψεύδους που μεταχειρίστηκαν οι φασίστες στη ναζιστική Γερμανία αλλά και προ αυτής. Μέσω αυτής θα φτάσουμε σε έναν τελικό ορισμό του φασισμού.

 

 

 

 


Συνέχεια του άρθρου εδώ:ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΕ (2): Ο Ψευδεπίγραφος Εθνικοσοσιαλισμός

 

 

 

 

 

Σχόλια
Προσθήκη νέου
Γράψτε σχόλιο
Όνομα:
Email:
 
Website:
Τίτλος:
 
Please input the anti-spam code that you can read in the image.

3.25 Copyright (C) 2007 Alain Georgette / Copyright (C) 2006 Frantisek Hliva. All rights reserved."

 
RSS